ἀνελεήμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A merciless, without mercy, Arist.Rh. Al.1442a13, Ep.Rom.1.31, Cat.Cod.Astr.2.173:—also ἀνηλεήμων, Nicoch.20; and in AB400 ἀνελήμων. Adv. ἀνελεημόνως, ἀπολέσθαι Antipho 1.25, LXXJb.6.21.
German (Pape)
[Seite 221] ον, unbarmherzig, Sp. – Adv. ἀνελεημόνως, Antiph. 1, 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελεήμων: -ον, γεν. ονος, ὁ μὴ ἐλεήμων, ὁ μὴ κινούμενος εἰς ἔλεον ἢ οἶκτον πρός τινα, ἄσπλαγχνος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 37. 3, Ἐπιστ. Παύλ. πρὸς Ρωμ. αϳ 31: οὕτως, ἀνηλεήμων Νικοχάρ. Ἄδηλ. 5: καὶ ἀνελήμων, «ἀνελήμων καὶ ἀνελεήμων φασί. Νικόχαρις (γράφε Νικοχάρης) δὲ ἀνηλεήμων» Α. Β. 400. 30. ― Ἐπίρρ. ἀνελεημόνως ἀπολέσθαι Ἀντιφῶν 114. 10.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sans pitié, cruel.
Étymologie: ἀ, ἐλεήμων.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀνελήμων AB 400
1 que no tiene piedad o compasión, despiadado ὁ ἐναντίος Anaximen.Rh.1442a14, ἀνελεήμων ὡς λύκος Pall.V.Chrys.20.402, ἀνθρώπων ἀνελεημώνων καὶ ἀθέων PLond.1915.8 (IV d.C.), cf. Nicoch.20, Ep.Rom.1.31, Ptol.Tetr.3.14.14, Cat.Cod.Astr.2.173
•fig. ἀνελεήμων θυμὸς καὶ ὀξεῖα ὀργή LXX Pr.27.4.
2 adv. -ως despiadadamente ἀπώλεσεν Antipho 1.25, ὑμεῖς ἐπέβητέ μοι ἀνελεημόνως LXX Ib.6.21.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and ἐλεήμων; merciless: unmerciful.
English (Thayer)
(ἀνέλεος) ἀνελεον, without mercy, merciless: L T Tr WH, unusual form for ἀνίλεως R G. The Greeks said ἀνηλεής and ἀνελεης, cf. Lob. ad Phryn., p. 710f; Winer's Grammar, 100 (95).
Greek Monolingual
ἀνελεήμων, -ον (Α) (κ. νεοελλ. ανελεήμονας, ανελέημονας)
εκείνος που δεν ελεεί, άσπλαχνος, άπονος.
Greek Monotonic
ἀνελεήμων: -ον, -ονος, άσπλαχνος, ανηλεής, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνελεήμων: 2, gen. ονος безжалостный, немилосердный Arst., NT.