κατεξουσιάζω

Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A exercise authority over, τινος Ev.Matt.20.25, Ev.Marc.10.42; τῶν ὅλων Jul. Gal.100c.

German (Pape)

[Seite 1395] seine Macht (ἐξουσία) gegen Einen gebrauchen, τινός, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξουσιάζω: ἐξασκῶ ἐξουσίαν ὑπεράνω τινός, τινὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 25, κ. Μάρκ. ι΄, 42· ἡ πάντων δεσπόζουσα καὶ κατεξουσιάζουσα φύσις Φωτ. Ἐπιστ. 216. 3· οὐσιαστ. ἐν Αἰγυπτιακῇ τινι ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4710, δὸς αὐτῷ κατεξουσίαν κατὰ τῶν ἐχθρῶν αὑτοῦ.

French (Bailly abrégé)

exercer son autorité sur ou contre, gén..
Étymologie: κατά, ἐξουσιάζω.

English (Strong)

from κατά and ἐξουσιάζω; to have (wield) full privilege over: exercise authority.

English (Thayer)

not found in secular authors; to exercise authority, wield power (see κατά, III:3): τίνος, over one, Mark 10:42.

Greek Monolingual

(AM κατεξουσιάζω) κατεξουσία
εξουσιάζω ολοκληρωτικά, ασκώ πλήρη εξουσία σε κάποιον
νεοελλ.
υπερισχύω, επιβάλλομαι, επικρατώ, γίνομαι κύριος («ο άνθρωπος κατεξουσίασε τα στοιχεία της φύσεως»).

Greek Monotonic

κατεξουσιάζω: μέλ. -σω, ασκώ εξουσία πάνω σε, τινός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κατεξουσιάζω: властвовать (τινός NT).