ὁσάκις

Revision as of 01:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

[ᾰ], Ep. ὁσσάκι, as always in Hom.; also ὁσσάκις, Tab.Heracl.1.132, Call.Epigr.2.2: (ὅσος):—

   A as many times as, as of ten as, Relat. to τοσσάκι, Il.21.265,22.194, Od.11.585 ; Att. form in Th.7.18, Lys.25.9, Pl.Tht.143a, X.Mem.3.4.3, 1 Ep.Cor.11.25, etc.:—also ὁσᾰκισδήποτε, Dosith.p.409 K.; ὁσᾰκισοῦν, Nicom.Ar.2.17.

German (Pape)

[Seite 394] poet. auch ὁσάκι, ep. ὁσσάκι, wievielmal, Hom. c. opt. der wiederholten Handlung in Beziehung auf die Vergangenheit, ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε, Il. 21, 165. 22, 194, vgl. Od. 11, 585, wo τοσσάκι entspricht; u. sp. D., wie Callim. Del. 254; auch in Prosa, ὁσάκις Ἀθήναζε ἀφικοίμην, Plat. Theaet. 143 a; Charmid. 158 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὁσάκις: [ᾰ], Ἐπικ. ὁσσάκι, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· ὡσαύτως ὁσσάκις, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 2· (ὅσος): ― ὡς καὶ νῦν, ὁσάκις, ὁσσάκι δ’ ὁρμήσειε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς στῆναι ἀντίβιον Ἰλ. Φ. 265· ὁσσάκι δ’ ὁρμήσειε πυλάων Δαρδανιάων Χ. 194· ἀναφορ. συσχετικὸν τοῦ τοσσάκι, ὁσσάκι γὰρ κύψει’ ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ Ὀδ. Λ. 585· Ἀττ. τύπος ἐν Λυσ. 171. 40, Πλάτ. Θεαίτ. 143Α, Ξεν., κτλ.· ὁσάκις οὖν Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.

French (Bailly abrégé)

adv.
aussi souvent que, toutes les fois que.
Étymologie: ὅσος, -ακις.

English (Strong)

multiple adverb from ὅς; how (i.e. with ἄν, so) many times as: as oft(-en) as.

English (Thayer)

(ὅσος), relative adverb, as often as; with the addition of ἄν, as often soever as, R G; cf. Winer s Grammar, § 42,5a.; Buttmann, § 139,34); also of ἐάν (L T Tr WH in 1 Corinthians , in the passage cited); Lysias, Plato, others.))

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁσάκις, Α και ὁσσάκις και ὁσσάκι)
επίρρ. όσες φορές, κάθε φορά που, όποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος / ὅσσος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. ολιγιστ-άκις)].

Greek Monotonic

ὁσάκις: [ᾰ], Επικ. ὁσσάκι, (ὅσος), τόσες φορές όσες, τόσο συχνά όσο, Λατ. quoties, σε Ομήρ. Ιλ.· συσχετικό προς το τοσσάκι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁσάκις: эп. ὁσσάκι (ᾰ) adv. столь часто как, всякий раз как (ὁ. κύψειε ὁ γέρων Hom.; ὁ. Ἀθήναζε ἀφικοίμην Plat.).