προενάρχομαι

Revision as of 02:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A begin before, 2 Ep.Cor.8.6,10.

German (Pape)

[Seite 720] deponens med., vorher anfangen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

προενάρχομαι: ἀποθετ., ἐνάρχομαι πρότερον, Ἐπιστ. πρὸς Κορ. η΄, 6.

French (Bailly abrégé)

commencer auparavant, ou avant les autres.
Étymologie: πρό, ἐνάρχομαι.

English (Strong)

from πρό and ἐνάρχομαι; to commence already: begin (before).

English (Thayer)

1st aorist προενηρξαμην; to make a beginning before: τί, 2 Corinthians 8:10 (here others render 'to make a beginning before others,' 'to be the first to make a beginning,' (cf. Meyer ad loc.)). Not found elsewhere.

Greek Monolingual

Α
αρχίζω κάτι πριν από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐνάρχομαι «αρχίζω»].

Greek Monotonic

προενάρχομαι: αποθ., αρχίζω εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

προενάρχομαι: ранее начинать (ἵνα, καθὼς προενήρξατο - v. l. ἐνήρξατο - οὕτως καὶ ἐπιτελέσῃ NT).