σπινθηρίζω

Revision as of 03:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A emit sparks, Thphr.HP3.8.7.    II cause the emission of sparks, Id.Sign.19, Plu.2.893d.

German (Pape)

[Seite 922] Funken von sich geben, sprühen; Pherecrat. bei B. A. 361; Plut. plac. phil. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

σπινθηρίζω: ἐκπέμπω σπινθῆρας, σπιθοβολῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7, π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 19· οὕτω σπινθηριάω, Θεόδ. Πρόδρ.· σπινθηρακίζω, Νικήτ. Χρον. 17D. ΙΙ. προξενῶ τὴν ἐκπομπὴν σπινθήρων, Πλούτ. 2. 893C.

French (Bailly abrégé)

faire jaillir des étincelles.
Étymologie: σπινθήρ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σπινθήρ(ας)]
1. εκπέμπω σπινθήρες, σπινθηροβολώ
2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, ακτινοβολώ, φεγγοβολώ
νεοελλ.
1. (για κρασί) σπιθίζω
2. φρ. «σπινθηρίζον πνεύμα» — πνεύμα που εκπέμπει σπινθήρες ευφυΐας, που πετάει σπίθες, πολύ έξυπνο και εφευρετικό
αρχ.
προκαλώ την εκπομπή σπινθήρων, κάνω κάτι να σπιθοβολεί.

Russian (Dvoretsky)

σπινθηρίζω: вызывать искры Plut.