σωφρονικός
English (LSJ)
ή, όν,
A naturally temperate, self-controlled, of persons, X.Mem.1.3.9, Arist.Rh.1390a14, EN1144b5, etc.; οἱ βουλόμενοι σ. εἶναι (ironically) Stoic.1.100; σ. τὴν ἀναβολήν Luc.Tim.54. Adv. -κῶς Ar.Eq.545, Sor.1.33: Comp. -ώτερον Ath.10.426c. 2 of things, Pl.Plt.307a; σεμνότης Plb. 22.20.2, etc.; σωφρονικωτέρα τροφή Muson.Fr.18Bp.104 H.; τὸ σ. X.Mem.3.10.5, cf. Metrod.Herc.831.15; τὰ σ. καὶ ἀνδρεῖα Phld.Mus. p.50 K.
German (Pape)
[Seite 1062] ή, όν, von Natur besonnen, mäßig, enthaltsam, der gewöhnlich besonnen, mäßig, enthaltsam ist; Plat. Polit. 307 a; Xen. Mem. 1, 3, 9; Arist. eth. Nic. 6, 13 u. Sp., wie Pol. 23, 18, 2; adv., Ar. Equ. 543.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονικός: -ή, -όν, ὁ φύσει σώφρων, μέτριος, νηφάλιος, ἐπὶ προσώπων, Ξεν. Ἀπομν. 1, 3, 9, Ἀριστ. κλπ.· σ. τὴν ἀναβολὴν Λουκ. Τίμ. 54. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 545· συγκρ. -ώτερον, Ἀθήν. 426C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α· σεμνότης, ἔθος Πολύβ. 23. 18, 2, κλπ.· σωφρονικωτέρα τροφὴ Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 48 τὸ σωφρονικὸν (κοινῶς -ητικόν) Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à la modération.
Étymologie: σώφρων.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σώφρων, -ονος]
1. ο εκ φύσεως φρόνιμος, συνετός
2. (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει σωφροσύνη
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σωφρονικόν
η σωφροσύνη, η φρονιμάδα.
επίρρ...
σωφρονικῶς Α
με σωφροσύνη, με φρονιμάδα.
Greek Monotonic
σωφρονικός: -ή, -όν (σώφρων), αυτός που είναι σώφρων από τη φύση του, μετριοπαθής, φρόνιμος, νηφάλιος, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σωφρονικός: благоразумный, умеренный, сдержанный, уравновешенный, скромный Xen., Arst., Polyb.; σ. τὴν ἀναβολήν Luc. скромно одетый.