περισπέρχω

Revision as of 08:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

intr.,

   A to be in great agitation, ib.2.334, 3.449, 4.330.    II Pass., to be agitated, angered, Λοκρῶν περισπερχθέντων τῇ γνώμῃ (Valck. for -σπερχεόντων) Hdt.7.207.

German (Pape)

[Seite 592] herumtreiben, -drängen, in Bewegung setzen, Opp. Hal. 2, 334. – Intr. in schneller, lebhafter Bewegung sein, vom unruhigen Meere, Opp. Hal. 3, 449, vgl. noch 4, 330, wo es übtr. gebraucht ist.

Greek (Liddell-Scott)

περισπέρχω: βιάζω πανταχόθεν, ἐπείγω, ἀναγκάζω, συνταράσσω, Ὀππ. Ἁλ. 2. 334· πρβλ. περισπερχέω. ΙΙ. ἀμεταβ., εὑρίσκομαι ἐν πολλῇ κινήσει καὶ ταραχῇ, αὐτόθι 3. 449., 4. 330.

Greek Monolingual

Α
1. βιάζω κάποιον από παντού, καταδιώκω, αναγκάζω, συνταράζω
2. παθ. περισπέρχομαι
συνταράζομαι, εξοργίζομαι
3. (για τρικυμισμένη θάλασσα) βρίσκομαι σε μεγάλη κίνηση και αναταραχή, αναταράζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σπέρχω «θέτω σε ταχεία κίνηση»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-σπέρχω, alleen pass. opgewonden zijn.