περισπερχέω
English (LSJ)
v. περισπέρχω.
German (Pape)
[Seite 592] bei Her. 7, 207, Λοκρῶν περισπερχεόντων τῇ γνώμῃ, da die Lokrer über diese Meinung sehr in Bewegung geriethen, = περισπερχέων ὄντων, was Schäfer Mel. p. 69 bezweifelt; Valcken. vermuthet περισπερχθέντων.
French (Bailly abrégé)
part. prés. περισπερχέων;
être fort agité, très ému de, τινι.
Étymologie: περισπερχής.
Russian (Dvoretsky)
περισπερχέω: (только part. praes.) быть раздраженным, досадовать, негодовать: Φωκέων περισπερχθέντων (v.l. περισπερχεόντων) τῇ τνώμῃ ταύτῃ Her. так как фокейцы вознегодовали на это предложение.
Greek (Liddell-Scott)
περισπερχέω: παρ’ Ἡροδ. 7. 207, Λοκρῶν περισπερχεόντων τῇ γνώμῃ, ἐπειδὴ οἱ Λοκροὶ μεγάλως ὠργίσθησαν ἕνεκα ταύτης..., ― ὥστε ἡ λέξις εἶναι = τῷ περισπερχής εἰμι· ― ἀλλ’ ἡ λέξις εἶναι ἀμφίβολος· διότι τοῦ ἁπλοῦ ῥήματος ὁ Ἡρόδ. χρῆται ἀείποτε τῷ παθ. τύπῳ σπέρχομαι· ἐντεῦθεν ὁ Valk. προὔτεινε περισπερχθέντων.
Greek Monotonic
περισπερχέω: είμαι πολύ οργισμένος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
to be much angered, Hdt. [from περισπερχής