περισπέρχω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
intr.,
A to be in great agitation, ib.2.334, 3.449, 4.330.
II Pass., to be agitated, angered, Λοκρῶν περισπερχθέντων τῇ γνώμῃ (Valck. for -σπερχεόντων) Hdt.7.207.
German (Pape)
[Seite 592] herumtreiben, -drängen, in Bewegung setzen, Opp. Hal. 2, 334. – Intr. in schneller, lebhafter Bewegung sein, vom unruhigen Meere, Opp. Hal. 3, 449, vgl. noch 4, 330, wo es übtr. gebraucht ist.
Greek (Liddell-Scott)
περισπέρχω: βιάζω πανταχόθεν, ἐπείγω, ἀναγκάζω, συνταράσσω, Ὀππ. Ἁλ. 2. 334· πρβλ. περισπερχέω. ΙΙ. ἀμεταβ., εὑρίσκομαι ἐν πολλῇ κινήσει καὶ ταραχῇ, αὐτόθι 3. 449., 4. 330.
Greek Monolingual
Α
1. βιάζω κάποιον από παντού, καταδιώκω, αναγκάζω, συνταράζω
2. παθ. περισπέρχομαι
συνταράζομαι, εξοργίζομαι
3. (για τρικυμισμένη θάλασσα) βρίσκομαι σε μεγάλη κίνηση και αναταραχή, αναταράζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σπέρχω «θέτω σε ταχεία κίνηση»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σπέρχω, alleen pass. opgewonden zijn.