προενάρχομαι
English (LSJ)
A begin before, 2 Ep.Cor.8.6,10.
German (Pape)
[Seite 720] deponens med., vorher anfangen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προενάρχομαι: ἀποθετ., ἐνάρχομαι πρότερον, Ἐπιστ. πρὸς Κορ. η΄, 6.
French (Bailly abrégé)
commencer auparavant, ou avant les autres.
Étymologie: πρό, ἐνάρχομαι.
English (Strong)
from πρό and ἐνάρχομαι; to commence already: begin (before).
English (Thayer)
1st aorist προενηρξαμην; to make a beginning before: τί, 2 Corinthians 8:10 (here others render 'to make a beginning before others,' 'to be the first to make a beginning,' (cf. Meyer ad loc.)). Not found elsewhere.
Greek Monolingual
Α
αρχίζω κάτι πριν από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐνάρχομαι «αρχίζω»].
Greek Monotonic
προενάρχομαι: αποθ., αρχίζω εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
προενάρχομαι: ранее начинать (ἵνα, καθὼς προενήρξατο - v. l. ἐνήρξατο - οὕτως καὶ ἐπιτελέσῃ NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ενάρχομαι al eerder beginnen.