ψωμίζω

Revision as of 09:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

fut. Att.

   A -ιῶ LXXNu.11.4:—feed by putting little bits into the mouth, as nurses do to children, Ar.Th.692, Lys.19, Hp.Morb. 4.54; or sick people, Id.Epid.7.3; ψ. τινά τι LXX l. c.:—Pass., ἐπίσταμαι γὰρ... οἷς ψωμίζεται with what tit-bits he is fed, Ar.Eq. 715.    II give food by hand, σῖτον οὐδ' ἐάν τις ψωμίζῃ δύνανται καταπιεῖν Arist.HA592a30; bestow for food, ψ. πάντα τὰ ὑπάρχοντα 1 Ep.Cor.13.3.    2 bait, ἄγκιστρον PFay.2 iii 14 (Lyr.Adesp.).

German (Pape)

[Seite 1405] Einen füttern, indem man ihm die Bissen, die man gekau't hat, in den Mund steckt, Ar. Lys. 19 Th. 692; übh. füttern, mästen, τινά τινι, Equ. 715.

Greek (Liddell-Scott)

ψωμίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κυρίως τρέφω ἐμβάλλων μικρὰ τεμάχια εἰς τὸ στόμα, ὡς αἱ τροφοὶ τρέφουσι τὰ βρέφη, τρέφω, Ἀριστοφ. Θεσμ. 692, Λυσ. 19· ἢ τοὺς νοσοῦντας, Ἱππ. 1208D· ψ. ψωμίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 8. 3. 1· ψ. τὰ ὑπάρχοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ’, 3· - Παθ., ἐπίσταμαι γάρ.., οἷς ψωμίζεται, μὲ τί «ψίχουλα» τρέφεται, Ἀριστοφ. Ἱππ. 715.

French (Bailly abrégé)

f. att. ψωμιῶ;
mettre les morceaux dans la bouche, acc..
Étymologie: ψωμός.

English (Strong)

from the base of ψωμίον; to supply with bits, i.e. (generally) to nourish: (bestow to) feed.

English (Thayer)

1st aorist ἐψώμισά; (ψωμός, a bit, a morsel; see ψσομιον);
a. to feed by putting a bit or crumb (of food) into the mouth (of infants, the young of animals, etc.): τινα τίνι (Aristophanes, Aristotle, Plutarch, Geoponica, Artemidorus Daldianus, oneir. 5,62; Porphyry, Jamblichus).
b. universally, to feed, nourish (the Sept. for הֶאֱכִיל) (Winer's Grammar, § 2,1b.): τινα, Clement of Rome, 1 Corinthians 55,2 [ET]; with the accusative of the thing, to give a thing to feed someone, feed out to (Vulg. distribuo in cibos pauperun (A. V. bestow ... to feed the poor)): τινα τί, Winer's Grammar, § 32,4a. note.

Greek Monolingual

ΝΑ ψωμός
ταΐζω κάποιον
νεοελλ.
μέσ. ψωμίζομαι
εξοικονομώ τα αναγκαία για τη ζωή («ψωμίζεται κάνοντας δουλειές από 'δω και από 'κει»)
αρχ.
1. παρέχω σε κάποιον τροφή («ἐὰν οὖν πεινᾷ ὁ ἐχθρὸς σου, ψώμιζε αὐτόν», ΚΔ)
2. (σχετικά με αγκίστρι) εφοδιάζω με δόλωμα
3. μέσ. εξοικονομώ την τροφή μου.

Greek Monotonic

ψωμίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. τρέφω με ψίχουλα ή ταΐζω με μικρές μπουκιές, σε Αριστοφ. — Παθ., οἷςψωμίζεται, με τί ψίχουλα τρέφεται, στον ίδ.
II. ασχολούμαι με τη σίτητη άλλων,, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ψωμίζω: 1) кормить, преимущ. мелкими кусочками (παιδίον Arph.; τὰ βρεφη Plut.): ψωμίζεσθαί τινι Arph. питаться чем-л.; σῖτον ψ. Arst. кормить кусочками хлеба;
2) раздаривать, раздавать (πάντα τὰ ὑπάρχοντα NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψωμίζω [ψωμός] te eten geven, voeren.