Κέρκυρα

Revision as of 02:02, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἡ, and Κερκῡραῖοι, οἱ,

   A = Κόρκυρα, Κορκυραῖοι, in codd. of Hdt., Th., and later Attic Inscrr., IG22.96, etc.; early Attic Inscrr. and Corcyraean coins have Κορ-, IG12.295, BMus.Cat.Coins Thessaly p.117, Corinth p.112.

Greek (Liddell-Scott)

Κέρκῡρα: ἡ, ἡ νῆσος Κέρκυρα, ἥτις νῦν καὶ «Κορφοὶ» λέγεται ἐνίοτε, Ἡρόδ., κτλ.· ― Ἐπίθ. Κερκυραῖος, α, ον, Ἡρόδ. 3. 48, κτλ.· ὡσαύτως, Κέρκυρ, ῡρος, Ἀλκμὰν 83· Κ. μάστιξ, ἦτο ἰδιαιτέρως φοβερὸν βασανιστήριον ὄργανον ἐκ πολλῶν λωρίδων συγκειμένη, καλουμένη κωμικῶς Κερκυραῖα πτερὰ παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1462, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.· ― τὰ Κερκυραϊκά, δηλ. πράγματα, Θουκ. 1. 118. Ὁ Λατ. τύπος Κορκ- (Corcyra) συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν ἀντιγράφων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1463, Στράβ. 44, 299, Διόδ. 4. 72, Παυσ. 1. 11 6., 5. 27, 9, κτλ.· καὶ οὕτω συνεχῶς φέρεται ἐπὶ νομισμάτων, ὥστε ὁ Spanh. πιστεύει ὅτι οὗτος εἶναιμόνος ὀρθὸς τύπος· ἀλλ’ ὅμως μόνον ὁ τύπος Κερκ- ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., Θουκ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Corcyre (Corfou), île de la mer Ionienne.
Étymologie: DELG pê d’origine illyrienne, Κέρκυρ (cf. lat. quercus), « l’île aux chênes ».

Greek Monotonic

Κέρκῡρα: ἡ, το νησί της Κέρκυρας (Κορφοί), σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Κερκυραῖος, , -ον, Κερκυραϊκός, στον ίδ. κ.λπ.· τὰ Κερκυραϊκά, ζητήματα τα σχετικά με την Κέρκυρα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Κέρκῡρα: поздн. Κόρκυρα ἡ Керкира (о-в Ионического моря, у побережья Эпира, ныне Корфу) Her., Thuc. etc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: the island of Corcyra (Hdt., Th., att. inscr. since 375a).
Other forms: also Κόρκυρα (Att. inscr. 433a, also Corcyraean coins; prob. from assimilation ε - υ > ο - υ, Schwyzer 255). Alcman has Κέρκυρ (fr. 114 Page). Myc. korokuraijo \/Korkuraios\/.
Dialectal forms: Myc. korokuraijo \/Korkuraios\/.
Derivatives: Κερκυραῖος (Κορ-) inhabitant of C.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Here also the Illyrian people's-name Κέρκυρες (cf. Ἴλλυρες); from there the name of the island? (Schwyzer 66). Acc. to Mayer KZ 70, 76ff. prop. the "oak-island", from the Illyr. word for oak to Lat. quercus, Goth. fairguni mountain etc. Other combinations in Specht Sprache 1, 40f.