λοῦσσον

Revision as of 03:31, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

τό,

   A pith of the fir-tree, Thphr.HP3.9.7.

Greek (Liddell-Scott)

λοῦσσον: τό, ἡ ῥητινώδης ἐντεριώνη, τὸ δᾳδὶ τῆς ἐλάτης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 7.

Greek Monolingual

λοῡσσον, τὸ (Α)
η λευκή ρητινώδης εντεριώνη του ελάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε λovκ-yoν και είναι παράγωγο ενός ονόματος με σημ. «λευκότητα, φως», το οποίο θα εμφάνιζε την ετεροιωμένη βαθμίδα loug- της ΙΕ ρίζας leuq- «λάμπω, φωτεινός» (πρβλ. λατ. lux «φως»). Η λ., επομένως, θα είχε αρχικά τη σημ. «φωτεινότητα, ακτινοβολούν φως». Συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. luča «ακτίνα», λατ. lucus «δάσος» και με τα: λευκός, λεύσσω, λύχνος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: white pith of the fir-tree (Thphr. HP 3, 9, 7); on the meaning etc. Strömberg Theophrastea 126, 128, 166.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Can continue *λουκ-ιον as deriv. of a root noun as seen in Lat. lūx light, if from IE *louk-s, ; so prop. "the light emitting, the lighting"; beside it with i̯ā-suffix OCS luča f. beam. An o-deriv, IE *louk-o-s, is Lat. lūcus forest etc.; here further a. o. the verbal adj. λευκός and the yotpresent λεύσσω; s. vv., also λύχνος. - A rather improbable etym.