ἄλπνιστος

Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

η, ον, Sup. of ἄλπνος (only in compd. ἔπαλπνος, q.v.),

   A sweetest, loveliest, Pi.I.5(4).12; cf. ἀλπαλέον (cod. -αῖον) · ἀγαπητόν, Hsch. (Cf. ἔλπω (ϝέλπω), Lat. volup.)

German (Pape)

[Seite 109] superl. von ἄλπνος (das nur in der Zusammensetzung ἔπαλπνος vorkommt), ζωᾶς ἄωτον Pind. I. 4, 14, süß, lieblich (die Ableitung ist zw., gew. von ἔλπω, ἀλφεῖν, θάλπω).

Greek (Liddell-Scott)

ἄλπνιστος: -η, -ον, ὑπερθ. τοῦ ἄλπνος, (ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἔπαλπνος, ὃ ἴδε) = ἥδιστος, γλυκύτατος, φίλτατος, Πινδ. Ι. 5. 14: Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀλπαλέον, (χειρόγρ. -αῖον), ἀγαπητόν· ἐκ τοῦ ἔλπω (Fέλπω) Λατ. volup.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très doux.
Étymologie: Sp. d’un adj. inusité ; cf. ἔπαλπνος, ἔλπω.

English (Slater)

ἄλπνιστος
   1 sweetest (v. Wackernagel, Kl. Schr. 831) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (Σγρ.: ἀνέλπιστον codd. et lex.: ἄλπιστον Calliergus: τὸν ἥδιστον καὶ προσηνέστατον. Σ.) (I. 5.12)

Spanish (DGE)

-η, -ον
sup. agradabilísimo, sublime ζωᾶς ἄωτον ... τὸν ἄλπνιστον Pi.I.5.12.

• Etimología: De Ϝαλπ-, grado ø de *Ϝελπ-, cf. ἔλπω, ἐλπίς, q.u.

Greek Monolingual

ἄλπνιστος, -η, -ον (Α) (υπερθ. του επιθ. ἄλπνος που απαντά μόνο ως σύνθετο, πρβλ. ἔπαλ-πνος)
γλυκύτατος, φίλτατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἄλπνιστος (σύμφωνα με άλλη άποψη ἄλπιστος, χωρίς το πρόσφυμα -ν-) συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα αλπ- < Fαλπ, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας Fελπ- (πρβλ. ἔλπομαι, ἐλπίς)].

Russian (Dvoretsky)

ἄλπνιστος: нежнейший (ζωᾶς ἄωτος Pind.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: See below. (Pi. I. 5 (4), 12)
Other forms: ἔπαλπνος amiable (Pi. P. 8, 84) = ἡδύς, προσηνής (Sch.); ἀλπαλέον ἀγαπητόν H., from which (perhaps) ἁρπαλέος (influenced by ἁρπάζω; the gloss ἁπάλιμα· ἁρπακτά, προσφιλῆ shows the double meaning; cf. also ἁρπαλίζομαι· ἀσμένως δέχομαι H.). Here also the PN Ἀλπονίδης (inscr. Karthaia), Bechtel Namenstudien 5f., from ῎Αλπων.
Dialectal forms: ἄλπαρ inscr. Crete; uncertain.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For ἄλπνιστος Wackernagel KZ 43, 377 reads *ἄλπιστος, a primary superlative formation and attested as PN (A. Pers. 982; but text uncertain). The assumption of an old r\/n-stem, once popular, is unnecessary (the Cretan form would point to it). - ἀλπ- as *Ϝαλπ-, zero grade of *Ϝελπ- in ἔλπομαι, ἐλπίς, is doubtful (one expects *Ϝλαπ-).

Middle Liddell

[Sup. adj. ( cf. ἔπαλπνος )]
sweetest, loveliest, Pind.