ἄμυστις

Revision as of 15:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ιος and ιδος (Alc. Supp.4.20), ἡ,

   A long draught, ἄμυστιν προπιεῖν, πίνειν Anacr.63; ἑλκύσαι E.Cyc.417; χανδὸν ἄμυστιν οἰνοποτεῖν Call.Aet.1.1.11: metaph., ἄμυστιν ὥσπερ κύλικα πίνει τὸν βίον Epich.34.    2 deep drinking, tippling, E.Rh.438, cf. Sch.    II large cup, used by Thracians, ἄμυστιν ἐκλάπτειν Ar.Ach. 1229, Amips.22, cf. Ath.11.783d.

German (Pape)

[Seite 132] ιδος, ἡ, das Zechen, πυκνὴν δεξιοῦσθαι Eur. Rhes. 419; im plur. 438; ἄμυστιν ἑλκύσας, einen großen Zug thun, Cycl. 416; ἄμυστιν ἐκλάπτειν, auf einen Zug leeren, Ar. Ach. 1189. Nach Poll. u. Schol. Eur. ein großer Pokal, bei thracischen Gelagen üblich; anders Ath. XI, 783 c, wo aus Amips. com. τὴν ἄμυστιν λάμβανε steht.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμυστις: -ιος, καὶ ιδος, ἡ, (ἀμυστὶ) ἀθρόα πόσις, ἄμυστιν προπιεῖν, πίνειν Ἀνακρ. 62. 2. (ἔνθα ἴδε Bgk), Ἐπίχ. 18 Ahr. - ἑλκύσαι Εὐρ. Κύκλ. 417. 2) πολυποσία, φιλοποσία, ὁ αὐτ. Ρῆσ. 438, καὶ αὐτόθι Σχόλ. ΙΙ. μέγα ποτήριον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θρᾳξὶ γνωστοῖς ἐπὶ φιλοποσίᾳ, ἄμυστιν ἐξέλαψα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1229· αὔλει σύ, καὶ σὺ τὴν ἄμυστιν λάμβανε Ἀμειψ. Ἄδηλ. 1, 3, πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 1. 36, 14.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
1 large rasade, pleine coupe (à boire d’un trait);
2 grand vase à boire, à l’usage des Thraces.
Étymologie: ἀμυστί.

Spanish (DGE)

-ιος, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [gen. -ιδος Alc.58.20]
1 gran trago ἀμύστιδος ἔργον εἴη sería ocasión de beber de un solo trago Alc.l.c., ὅκως ἄμυστιν προπίω para beber de un trago Anacr.33.2, cf. Ath.665e, ἐμαὶ ἀμύστιδες mis tragos, mis borracheras E.Rh.438
fig. ἄμυστιν ὥσπερ κύλικα πίνει τὸν βίον pasa la vida de un trago, como quien se bebe una copa Epich.103a.4.
2 el gran trago n. de una copa, usada por los tracios, que debe ser bebida de un trago ἄκρατον ἐγχέας ἄμυστιν ἐξέλαψα Ar.Ach.1229, τὴν ἄμυστιν λάμβανε Amips.22, πυκνὰς ἕλκουσι τὰς ἀμύστιδας Philyll.6, πυκνὴν ἄμυστιν ὡς σὺ δεξιούμενοι E.Rh.419, ἄμυστιν ἑλκύσας E.Cyc.417, Θρηικίην ... ἄμυστιν οἰνοποτεῖν Call.Fr.178.11, cf. Hor.C.1.36.14, Ph.1.390, Sch.E.Rh.419, Poll.6.97.

Greek Monolingual

ἄμυστις (-ιος και -ιδος), η (Α)
1. η δίχως αναπνοή άφθονη πόση, μεγάλη ρουφηξιά, μονορούφι
2. το να πίνει κανείς πολύ, φιλοποσία
3. μεγάλο κύπελλο που χρησιμοποιούσαν οι οράκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυστί.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυστίζω.

Greek Monotonic

ἄμυστις: -ιος και -ιδος, ἡ (ἀμυστί),
I. αθρόα πόση, σε Ανακρ., Ευρ. κ.λπ.
2. βαθιά κατάποση, φιλοποσία, στον ίδ.
II. μεγάλο κύπελο που χρησιμοποιούνταν απο τους Θράκες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄμυστις: ιος и ιδος ἡ (ᾰ; acc. ἄμυστιν Eur.)
1) большой глоток: πυκνὴν ἄμυστιν δεξιοῦσθαι Eur. пить частыми и большими глотками; ἄμυστιν ἑλκύσαι Eur. выпить залпом;
2) большая фракийская чаша Anacr., Arph.

Middle Liddell

ἀμυστί
I. a long draught, Anacr., Eur., etc.
2. deep drinking, tippling, Eur.
II. a large cup, used by the Thracians, Ar.