σχολαῖος

Revision as of 19:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

α, ον,

   A leisurely, tardy, σ. κομισθῆναι to go leisurely, Th.3.29; σ. ποιεῖν τὴν πορείαν X.An.4.1.13; σχολαίτεραι ἀπαλλαγαί Hp.Dieb.Judic.10; βίος Plu.2.603e. Adv. -αίως X.An.1.5.8, Arist.EN1171b24, etc.: Comp. σχολαίτερα Hdt.9.6; -αίτερον Th.4.47, Pl.R.610d: Sup. -αίτατα X.HG6.3.6; but also σχολαιότερον, -ότατα, Id.An.1.5.9, Lac.11.3, Gal.6.391 (Adj.); -οτέρως Dsc.Ther.Praef.

German (Pape)

[Seite 1058] müßig, ruhig, auch langsam, träge; compar. σχολαίτερος, Her. 9, 6 im adv. σχολαίτερα, θᾶττον ἢ σχολαίτερον Plat. Rep. X, 610, d, wie Thuc. 7, 15; σχολαίαν ἔπ οίουν τὴν πορείαν πολλὰ ὄντα τὰ ὑποζύγια, Xen. An. 4, 1, 13; σχολαιότατα Lac. 11, 3, u. σχολαιότερον, im Ggstz von θᾶττον, An. 1, 5, 9; aber σχολαίτατα, im Ggstz von τάχιστα, Hell. 6, 3, 6.

Greek (Liddell-Scott)

σχολαῖος: -α, -ον, (σχολή) ὁ σχολῇ ποιῶν τι, βραδύς, ἀργός, ἀργοκίνητος, σχολ. κομισθῆναι, πορευθῆναι βραδέως, Θουκ. 3. 29· σχολαίαν ποιεῖν τὴν πορείαν Ξενοφ. Ἀνάβ. 4. 1, 13· σχολ. ἀπαλλαγαὶ Ἱππ. 58. 35· βίος Πλούτ. 2. 603Ε. - Ἐπίρρ. -ως, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 8, Ἀριστ., κλπ. - Συγκρ. σχολαίτερα Ἡρόδ. 9. 6· ἢ -αίτερον, Θουκ. 4. 47, Πλάτ. Πολ. 610D· ὑπερθετ. -αίτατα, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 6· - ἐσχηματίσθη ἐκ τῆς δοτ. σχολῇ (-ηι, -αι), ὡς τὸ παλαίτερος ἐκ τοῦ πάλαι· ἀλλ’ ὡσαύτως σχολαιότερον, -ότατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 5, 9, Λακ. 11, 3· - -οτέρως Διοσκ. π. Δηλητηρ. Φαρμ. ἐν τῷ προοιμ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui est de loisir, qui agit à loisir, qui prend son temps, qui ne se presse pas;
2 calme, tranquille.
Étymologie: σχολή.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που κάνει κάτι με βραδύτητα ή αυτός που γίνεται με αργό ρυθμό, νωχελικός.
επίρρ...
σχολαίως Α
με οκνηρία, με νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. σπουδ-αῖος)].

Greek Monotonic

σχολαῖος: -α, -ον (σχολή), αυτός που κάνει κάτι με την ησυχία του, βραδύς, αργός, βραδυκίνητος, νωθρός, αργοκίνητος, ράθυμος, σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. -ως, στον ίδ.· συγκρ. σχολαίτερα, σε Ηρόδ.· ή -αίτερον, σε Θουκ.· υπερθ. -αίτατα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σχολαῖος: 1) досл. досужий, перен. безмятежный, спокойный (βίος Plut.);
2) медленный, медлительный, неторопливый: κατὰ τὸν ἄλλον πλοῦν σχολαῖοι κομισθέντες Thuc. медленно совершая остаток (своего) морского переезда; σχολαῖον ποιεῖν τι Xen. замедлять что-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχολαῖος -α -ον [σχολή] alle tijd hebbend, op zijn gemak; adv. σχολαίως, comp. σχολαίτερον / σχολαιότερον en superl. σχολαίτατα / σχολαιότατα.

Middle Liddell

σχολαῖος, η, ον σχολή
at one's leisure, leisurely, tardy, Thuc., Xen.:—adv. -ως, Xen.; comp. σχολαίτερα Hdt.; or -αίτερον, Thuc.; Sup. -αίτατα, Xen.