ἐπείπερ

Revision as of 22:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

or ἐπεί περ,

   A v. ἐπεί B. 1, 2, 5.

German (Pape)

[Seite 911] da ja doch, weil doch, bei Hom. stets getrennt; Soph. O. C. 75 El. 790; Eur. Hec. 1286; ἐπείπερ ἄνθρωπός εἰμι Xen. An. 5, 9, 26, vgl. Krüger daselbst; ἐπείπερ ἀθάνατόν γε ἡ ψυχὴ φαίνεται οὖσα Plat. Phaed. 114 d, wie Xen. Cyr. 8, 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπείπερ: ἢ ἐπεί περ, σύνδ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἐπεί, μεθ’ ὁριστ., ἐπείπερ καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα Αἰσχύλ. Ἀγ. 822, 854, Σοφ. Ο. Τ. 1003, Ο. Κ. 75, Πλάτ. κλ.· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε μετὰ παρεντεθειμένης ἄλλης τινὸς λέξεως, ἐπεὶ σύ περ Ἰλ. Ν. 447, Ὀδ. Υ. 181.

French (Bailly abrégé)

conj. avec l’ind.
puisqu’enfin, puisqu’en vérité.
Étymologie: ἐπεί, περ.

English (Autenrieth)

see ἐπεί and πέρ.

English (Strong)

from ἐπεί and περ; since indeed (of cause): seeing.

English (Thayer)

conjunction (ἐπεί, περ), since indeed, since at all events; (it introduces a known and unquestioned certainty): R G (but L Tr εἰ περ, T WH εἴπερ). Cf. Hermann ad Vig., p. 784; (Bäumlein, p. 204; Winer's Grammar, 418 (417). From the Tragg. down.)

Greek Monolingual

ἐπείπερ και ἐπεί περ (Α)
(σύνδ.) επειδή όμως, επειδή και («ἐπείπερ καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ἐπείπερ: ή ἐπείπερ, σύνδ., δεδομένου ότι, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπείπερ: (тж. раздельно) так как, ведь Hom., Trag., Xen., etc.

Middle Liddell


ἐπεί περ, Conj. seeing that, Aesch., etc.