ἑτοιμότης

Revision as of 22:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A readiness, πρὸς τὸ ποιεῖν ὁτιοῦν D.54.36; λόγων ἑ. power of speaking offhand, Plu.2.6e, cf. Cam.32: pl., M.Ant.4.12; of things, ἑ. κτήσεως Phld. Oec.p.46 J.; aptitude, Ph.1.392.    II predisposition, Plot.6.1.8; in Medic. sense, Gal.7.291.

German (Pape)

[Seite 1053] ητος, ἡ, das Bereit-, Fertigsein, Bereitheit, λόγων, Gewandtheit im Sprechen aus dem Stegereif, Plut. educ. lib. 9. – Bereitwilligkeit, πρὸς τὸ ποιεῖν, Dem. 54, 36; neben βούλησις, Plut. Camill. 32, Geneigtheit, Neigung; auch im plur., M. Ant. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἑτοιμότης πρὸς τὸ ποιεῖν τι Δημ. 1268. 7· λόγων ἑτ., ἱκανότης εἰς τὸ ὁμιλεῖν ἐκ τοῦ προχείρου, Πλούτ. 2. 6Ε. 2) προθυμία, κλίσις, διάθεσις, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 32· ἐν τῷ πληθ., Μ. Ἀντων. 4. 12.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 action d’être prêt : λόγων PLUT facilité de parole;
2 inclination, disposition à : πρός τι, à faire qch.
Étymologie: ἕτοιμος.

Greek Monotonic

ἑτοιμότης: -ητος, ἡ, κατάσταση ετοιμότητας, προετοιμασία, προπαρασκευή, ετοιμότητα, προθυμία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἑτοιμότης: ητος ἡ
1) состояние готовности, готовность (πρός τι Dem., Plut.): τῶν λόγων ἑ. Plut. легкость (бойкость) речи;
2) расположенность, охота, склонность Plut.

Middle Liddell

ἑτοιμότης, ητος, [from ἑτοῖμος
a state of preparation, readiness, Plut.