πρόσοιδα

Revision as of 00:29, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

pf. without pres. in use (cf. Εἴδω), prop.

   A know besides: only in phrase χάριν προσειδέναι be grateful besides, Pl.Ap.20a; χάριν προσείσομαι Ar.V.1420.

German (Pape)

[Seite 774] s. προσείδω.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσοιδα: πρκμ. ἄνευ ἐνεστῶτος (ἴδε *εἴδω Β), οἶδα, γινώσκω προσέτι, προσειδέναι χάριν, εἰδέναι χάριν προσέτι, Ἀριστοφ. Σφ. 1420 (ὁ Δινδ. πρὸς εἰδ.), Πλάτ. Ἀπολ. 20Α.

French (Bailly abrégé)

v. *προσείδω, savoir en outre : χάριν, savoir en outre gré à qqn.
Étymologie: πρός, οἶδα.

Greek Monolingual

Α
(παρακμ. ενός αμάρτυρου ενεστ.)
1. γνωρίζω και κάτι ακόμη
2. φρ. «χάριν προσειδέναι» — είμαι ακόμη μια φορά ευγνώμων σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οἶδα «γνωρίζω»].

Greek Monotonic

πρόσοιδα: παρακ. χωρίς ενεστ. (βλ. *εἴδω Β), γνωρίζω επιπλέον· προσειδέναι χάριν, οφείλω επιπλέον χάρη, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πρόσοιδα: pf. к * προσείδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσ-οιδα perf. met fut. προσείσομαι: ook weten; alleen in vaste uitdr.. χάριν προσειδέναι bovendien dankbaar zijn Plat. Ap. 20a.
πρόσοιδα, perf. zonder praes., ook weten, alleen in uitdr.. χάριν προσειδέναι nog dankbaar zijn bovendien Plat. Ap. 20a.\n

Middle Liddell

[perf. without any pres. in use] [v. *εἴδω B]
to know besides; προσειδέναι χάριν to owe thanks besides, Ar., Plat.