στηλίτης

Revision as of 01:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ου, ὁ, fem. στηλιτ-ῖτις, ιδος,

   A of or like a στήλη, λίθος Luc. Philops.11; ἐπὶ σταλίτιδι πέτρᾳ (Dor.) AP7.424 (Antip.Sid.).    II inscribed on a στήλη, posted or placarded as infamous, στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, -ίτας ποιεῖν, Isoc.16.9, D.9.45; σ. γεγονὼς ἐν τῇ ἀκροπόλει Thrasyb. ap. Arist.Rh.1400a32; cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 941] ὁ, fem. στηλῖτις, zur Säule gebörig; λίθος, Luc. philops. 11; auf eine Säule geschrieben; bes. der, dessen Namen an die öffentliche Schandsäule geschrieben, gebrandmarkt ist, ὥςτε καὶ στηλίτας ποιεῖν, Dem. 9, 45; Plut. u. a. Sp. – Auf einer Säule wohnend, wie einige ägyptische Einsiedler zur Selbstpeinigung thaten, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

στηλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ ἀνήκων εἰς στήλην ἢ ὅμοιος στήλῃ, λίθος Λουκ. Φιλοψ. 11· ἐπὶ σταλίτιδι πέτρᾳ (Δωρ.) Ἀνθ. Π. 7. 424. ΙΙ. ἐπιγεγραμμένος ἐπὶ στήλης, δημοσίᾳ ἀναγεγραμμένος ὡς ἄτιμος, στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, ποιεῖν Ἰσοκρ. 348D, Δημ. 122. 24· στ. γεγονὼς ἐν τῇ ἀκροπόλει παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 23, 25· πρβλ. στήλη ΙΙ. 2, στηλιτεύω.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 en forme de colonne, de stèle;
2 inscrit sur une colonne, une stèle en signe d’infamie, déshonoré.
Étymologie: στήλη.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. στηλίτις και στηλῑτις και σταλῑτις, -ίτιδος Α
(κατά την αρχαιότητα) άτομο του οποίου το όνομα ήταν γραμμένο πάνω σε στήλη για διασυρμό και στιγματισμό τών πράξεών του
νεοελλ.
1. μοναχός που ασκητεύει πάνω σε στήλη, αλλ. στυλίτης
2. στον πληθ. οι στηλίτες
δυσφημιστικός χαρακτηρισμός τών βουλευτών του κόμματος του Δημ. Βούλγαρη επειδή ψήφιζαν νομοσχέδια χωρίς το σώμα να έχει απαρτία
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στήλη ή αυτός που είναι όμοιος με στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλ-ίτης, πολ-ίτης)].

Greek Monotonic

στηλίτης: [ῑ],
I. Δωρ. στᾱλ, -ου, , θηλ. -ῖτις, -ιδος, αυτός που ανήκει σε ή είναι όμοιος με στήλη, σε Λουκ., Ανθ.
II. αυτός που το όνομά του έχει αναγραφεί σε στήλη, που διακηρύσσεται ή καθίσταται δημοσίως γνωστός ως άτιμος· στηλίτην ἀναγράφειν, ποιεῖν, σε Ισοκρ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

στηλίτης: ου (ῑ) adj. m
1) имеющий вид столба (λίθος Luc.);
2) записанный на столбе, т. е. чье имя пригвождено к позорному столбу Isocr., Dem.: σ. γεγονώς Arst. записанный на позорном столбе.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στηλίτης\n -ου [στήλη] als adj. op een stèle (als misdadiger) genoteerd (om iem. publiekelijk als misdadiger aan te merken). gedenksteen-, van een gedenksteen. Luc. 34.11.

Middle Liddell


I. of or like a στήλη, Luc., Anth.
II. inscribed on a στήλη, posted or placarded as infamous, στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, ποιεῖν Isocr., Dem.