συνθηρεύω

Revision as of 01:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A = συνθηράω, Pl.R.451d; σ. ὥσπερ κύνες ib.466d.    2 catch or win together, E.Fr.981.5:— Med., quest after, reach by efforts, ἃ δ' οὐ κεκτήμεθα, μίμησις . . ταῦτα συνθηρεύεται Ar.Th.156.    3 catch hold of, gather up, φαίνεται τὸ λιπαρὸν . . τὰ κάρφη καὶ τὰ τοιαῦτα συνθηρεύειν Diocl.Fr.147.

Greek (Liddell-Scott)

συνθηρεύω: συνθηράω, συγκυνηγῶ, Πλάτ. Πολ. 451D· σ. ὥσπερ κύνες αὐτόθι 466C. 2) συλλαμβάνωκερδαίνω ὁμοῦ, Εὐρ. Ἀποσπ. 971· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἃ δ’ οὐ κεκτήμεθα, μίμησις ἤδη ταῦτα συνθηρεύεται Ἀριστοφ. Θεσμ. 156.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνθηρεύω Α
1. κυνηγώ μαζί με κάποιον άλλο
2. συλλέγω, συναθροίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλο
3. μτφ. αποκτώ κάτι μετά από προσπάθειες που καταβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θηρεύω «κυνηγώ, συλλαμβάνω, επιδιώκω» (< θήρ «θηρίο»)].

Greek Monotonic

συνθηρεύω: μέλ. -σω, = συνθηράω, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θηρεύω samen (met...) jagen, mee op jacht gaan (met), met dat. met iem.; med. ook overdr. met acc. op iets/ iem.: ἃ δ ’ οὐ κεκτήμεθα, μίμησις ἤδη ταῦτα συνθηρεύεται wat wij niet bezitten, bij de jacht daarop helpt imitatie ons Aristoph. Th. 156.

Middle Liddell

fut. σω = συνθηράω, Plat.]