μυγαλῆ

Revision as of 04:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

(uncontr. μῡγᾰλέη Nic.Th.816), ἡ, (μῦς, γαλέη)

   A shrewmouse, field-mouse, Hdt.2.67, Sannyr.8, Cephisod.7, Anaxandr.39.14, Arist.HA604b19, LXX Le.11.30, Dsc.2.68 (v.l. μυογ-), Philum. Ven.33, Iamb.Myst.5.8.—On the accent v. Hdn.Gr.2.911.

Greek (Liddell-Scott)

μῡγᾰλῆ: ἡ, (μῦς, γαλέη) ὁ ἀρουραῖος μῦς, Λατ. mus araneus, Ἡρόδ. 2. 67, Κηφισόδωρ. ἐν «Ὑῒ» 1, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πόλεσιν» 1. 14, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6. Ἐν Νικ. Θηρ. 816 ἀπαντᾷ ὁ ἀσυναίρετος τύπος μῡγᾰλέη· καὶ ἐν Διοσκ. 2. 73 μυογάλη. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 6. 23.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. μυγαλέη.

Greek Monolingual

η (Α μυγαλῆ, -έα και μυγαλέη και μυγάλη και, κατά τον Διόσκ. μυαγελῆ)
νεοελλ.
ζωολ. ονομασία μεγάλων ορθόγναθων αραχνών της ομάδας μυγαλόμορφα
αρχ.
είδος ποντικού με σουβλερή μύτη, ο αρουραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυ- του μῦς, μυ-ός «ποντικός» + γαλῆ «γάτα»].

Greek Monotonic

μῡγᾰλῆ: ἡ (μῦς, γαλέη), αρουραίος, ποντικός των αγρών, Λατ. mus araneus, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[μῦς, γαλέη
the shrew-mouse, field-mouse, Lat. mus araneus, Hdt.