ὁμοθυμαδόν

Revision as of 04:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

Adv.

   A with one accord, πάντες ὁ. Pl.Lg.805a, etc. ; ὁ. ἐκ μιᾶς γνώμης D.10.59 ; ὁ. ἅπασιν ὑμῖν ἀντιληπτέον Ar.Pax484, cf. Av.1015, X.HG2.4.17, LXXEx.19.8, Plb.1.45.4, al., SIG742.13 (Ephes., i B.C.), Act.Ap.15.25.

German (Pape)

[Seite 334] einmüthig; ἅπασιν ἡμῖν ἀντιληπτέον, Ar. Pax 476; Av. 1015; Plat. Legg. VII, 805 a; Xen. Hell. 7, 1, 22 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοθῡμᾰδόν: Ἐπίρρ., ὁμοθύμως, ὁμοφώνως, ὁμοψύχως, Πλάτ. Νόμ. 805Α, κτλ.· ὁμ. ἐκ μιᾶς γνώμης Δημ. 147. 1· κατὰ τὸ πλεῖστον συνημμένον μετὰ τοῦ πάντες, ὁμ. ἅπασιν ἡμῖν... ἀντιληπτὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 484, πρβλ. Ὄρν. 1015, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 17.

French (Bailly abrégé)

adv.
unanimement.
Étymologie: ὁμόθυμος, -δον.

English (Strong)

adverb from a compound of the base of ὁμοῦ and θυμός; unanimously: with one accord (mind).

English (Thayer)

(from ὁμοθυμος, and this from ὁμός and θυμός; on adverbs in ὁμοθυμαδόν (chiefly derived from nouns, and designating form or structure) as γνωμηδον, ῤοιζηδόν, etc., cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 452), with one mind, of one accord (Vulg. unanimiter (etc.)): R G in Aristophanes, Xenophon, Demosthenes, Philo, Josephus, Herodian, the Sept. ἅπαντες (L T WH πάντες) (Aristophanes pax 484, and often in classical Greek), Acts 5:12 (cf. 2:1 above).

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁμοθυμαδόν)
επίρρ.
1. με ομοψυχία, με ομοφροσύνη, με μια καρδιά («ἀπεκρίθη δὲ πᾱς ὁ λαὸς ὁμοθυμαδόν», ΠΔ)
2. μαζί με άλλους πολλούς
μσν.
κατά την ίδια χρονική στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμόθυμος + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. μον-αδόν)].

Greek Monotonic

ὁμοθῡμᾰδόν: επίρρ. (θυμός), ομοψύχως, ομοφώνως, σε Δημ.· κυρίως με το πάντες, σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοθῡμᾰδόν: adv. единодушно, (все) вместе Plat., Xen., Arph. etc.

Middle Liddell

θυμός
with one accord, Dem.; mostly joined with πάντες, Ar., Xen.