ὁπλιτικός

Revision as of 04:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a man-at-arms, μάχη Pl.R.374d ; αἱ ὁ. τάξεις X.HG3.4.16 ; ὅπλα ib.4.2.7.    2 ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of using heavy arms, the soldier' s art, Pl.R.333d ; so τὸ -κόν Id.La.182d ; also τὰ -κὰ ἐπιτηδεύειν profess the art of arms, ib.183c.    II of persons, heavy-armed, τὸ -κόν the soldiery, = οἱ ὁπλῖται, opp. τὸ ἄνοπλον, Arist.Pol.1289b32, cf. Th.5.6, X.An.7.6.26 ; ἡ ὁ. δύναμις Arist.Pol.1321a18.

German (Pape)

[Seite 359] den Schwerbewaffneten betreffend; μάχη, Plat. Rep. II, 374 d; θώραξ, Ep. XIII, 363 a; τὸ ὁπλιτικόν, die schwerbewaffneten Truppen, Thuc. 5, 6; Xen. An. 7, 6, 26; Plat. u. A.; τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν, den Dienst eines Schwerbewaffneten thun, Plat. Lach. 183 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁπλίτην, μάχη Πλάτ. Πολ. 374D· αἱ ὁπλ. τάξεις Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16· ὅπλα αὐτόθι 4. 2. 7. 2) ἡ ὁπλιτικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ χειρίζεσθαι βαρέα ὅπλα, ἡ τέχνη τοῦ ὁπλίτου, Πλάτ. Πολ. 333D· οὕτω, τὸ ὁπλιτικόν, ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182D· ὡσαύτως, τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν, ὑπηρετῶ ὡς ὁπλίτης, αὐτόθι 183C· ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κατάλληλος πρὸς τὴν ἐν τῷ στρατῷ ὑπηρεσίαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄνοπλος, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 1· ― τὸ ὁπλιτικὸν = οἱ ὁπλῖται, Θουκ. 5. 6, Ξεν. Ἀνέβ. 7. 6, 26· ἡ ὁπλ. δύναμις Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les hoplites ; τὸ ὁπλιτικόν, corps des hoplites, grosse infanterie.
Étymologie: ὁπλίτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὁπλιτικός, -ή, -όν) οπλίτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οπλίτη
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που είναι κατάλληλος για υπηρεσία στον στρατό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλιτική
η τέχνη του να είναι κανείς οπλίτης, δηλ. να χειρίζεται βαριά όπλα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁπλιτικόν
α) η οπλιτική τέχνη
β) οι βαριά οπλισμένοι στρατιώτες, οι οπλίτες
4. φρ. α) «τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν» — το να εκτελεί κανείς την υπηρεσία τών οπλιτών
β) «ἡ ὁπλιτική δύναμις» — οι οπλίτες.

Greek Monotonic

ὁπλῑτικός: -ή, -όν,
I. 1. αυτός που ανήκει, προορίζεται ή αρμόζει σε οπλίτη, άντρα υπό τα όπλα, σε Πλάτ., Ξεν.
2. ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη του να χειρίζεται κάποιος βαρέα όπλα, η τέχνη του στρατιώτη, σε Πλάτ.· τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν, υπηρετώ ως οπλίτης, ως άντρας υπό τα όπλα, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, κατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσία, σε αντίθ. προς το ἄνοπλος, σε Αριστ.· τὸ ὁπλιτικόν, σώμα οπλιτών, = οἱ ὁπλῖται, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὁπλῑτικός: гоплитский (ὅπλα, θώραξ Plat.; τάξεις Xen.): ὁπλιτικὴ μάχη Plat. бой гоплитов.

Middle Liddell

ὁπλῑτικός, ή, όν [from ὁπλί¯της]
I. of or for a man-at-arms, Plat., Xen.
2. ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the art of using heavy arms, the soldier's art, Plat.; τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν to serve as a man-at-arms, Plat.
II. of persons, fit for service, opp. to ἄνοπλος, Arist.:— τὸ ὁπλιτικόν the soldiery, = οἱ ὁπλῖται, Thuc., Xen.