ἀναβιώσκομαι

Revision as of 11:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

as Pass.,

   A = ἀναβιόω (q. v.), Pl.Phd.71e, al., Aristid.Or.20(21).19, Hierocl. in CA26p.479M.: pf. inf. -βεβιῶσθαι Sannyr.3 D.: aor. part. -βιωθεῖσα Philostr.V A4.45.    II causal of ἀναβιόω, bring back to life, ἀποκτεινύντων καὶ ἀναβιωσκομένων Pl.Cri.48c: aor. inf. ἀναβιώσασθαι Phd.89b: fut. ἀναβιώσῃ τὴν μυῖαν Ael.NA2.29: later in Act., ἀναβιώσκω Them. Or.8.115c, Sch.E.Alc.1; Act. ἀναβιώσκω( = ἀναβιόω) only interpol. in Polyaen.6.38.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβιώσκομαι: ὡς παθ., = ἀναβιόω (ὃ ἴδε), Πλάτ. Φαίδων 71E, 72C, Δ. Συμπ. 203E, Πολιτ. 271B. ΙΙ. ὡς ἀποθ., ἐνεργητικὸν τοῦ ἀναβιόω (πρβλ. βιώσκομαι), ἐπαναφέρω εἰς τὴν ζωήν, ἀναζωοποιῶ, ἀποκτιννύντων και ἀναβιωσκομένων Πλάτ. Κριτ. 48C· ἀόρ. ἀνεβιωσάμην ὁ αὐτ. Φαίδων 89B: οὕτως ἐν τῷ ἐνεργητικῷ ἀναβιώσκω Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 1· μέλλ. ἀναβιώσεις τὴν μυῖαν Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 29: ἀόρ. ἀνεβίωσα Παλαίφ. 41.

French (Bailly abrégé)

1 au sens Act. (seul. prés. et ao. ἀνεβιωσάμην) rappeler à la vie;
2 au sens Pass. être rappelé à la vie, revivre.
Étymologie: ἀναβιόω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tb. tard. act.]
I intr.
1 revivir, resucitar Pl.Phd.71e, Cri.48c, Plt.271b, Plot.4.6.3
tb. act. volver a la vida οἱ ἀποθνῄκοντες ... ἀναβιώσκουσι Polyaen.6.38.2.
2 volver a brotar de las hojas, Thphr.HP 4.14.12.
II act. tr. renovar (δόξα ἀγαθή) τὸν Μάρκον Them.Or.8.115c, cf. Sch.E.Alc.1.

Greek Monolingual

ἀναβιώσκομαι (Α) (μτγν. και ενεργ. ἀναβιώσκω)
1. (ενεργ. και παθ.) επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ
2. επαναφέρω στη ζωή, ξαναζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βιώσκομαι.

Greek Monotonic

ἀναβιώσκομαι: ως Παθ.,
I. = ἀναβιόω, σε Πλάτ.
II. ως αποθ. του ἀναβιόω, επαναφέρω στην ζωή, στον ίδ.· αόρ. αʹ ἀνεβιωσάμην, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναβιώσκομαι:
1) med. (aor. ἀνεβιωσάμην) оживлять, воскрешать Plat.;
2) pass. оживать, воскресать Plat.

Middle Liddell

[Causal of ἀναβιόω.]
I. as Pass. = ἀναβιόω, Plat.
II. as Dep., Causal of ἀναβιόω, to bring back to life, Plat.; aor1 ἀνεβιωσάμην Plat.