ἄλλου

Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

German (Pape)

[Seite 107] anderswo, dem ποῦ entsprechend; gew. ist ἀλλαχοῦ; – ἀλλουγέπου, irgend sonst wo.

Spanish (DGE)

adv. en otra parte ἐ[π] ὶ τῷ ἄλλου τὴν κατοικίαν ἔχειν <με> UPZ 161.14 (II a.C.), cf. 160.18 (II a.C.); v. tb. ἄλλει, ἄλλῃ.

Greek Monolingual

επίρρ. (Μ ἀλλοῦ)
1. (δίχως κίνηση) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος
2. (με κίνηση) προς άλλο τόπο, προς άλλη κατεύθυνση
3. α) σε άλλη αρχή, σε άλλη βάση
β) σε άλλο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄλλος κατά τα αὐτός > αὐτοῦ, πάντα > παντοῦ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλούθε].

Greek Monotonic

ἄλλου: επίρρ. ἄλλοσε.

Middle Liddell

= ἄλλοσε