ρείθρο

Revision as of 13:00, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Greek Monolingual

το / ῥεῑθρον, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥέεθρον Α
ρυάκι, ρεύμα νερού (α. «Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ.
β. «ῥέεθρον ἁγνοῡ Στρυμόνος», Αισχύλ.
γ. «ἐκτρέψασα τοῦ ποταμοῡ τὸ ῥέεθρον», Ηρόδ.)
2. η κοίτη του ποταμού, η ροή του ποταμού μέσα στην κοίτηὅταν διαβατὸν τὸ ῥέεθρον ἴδωνται γενόμενον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. το αυλάκι που σχηματίζεται, στην άκρη του δρόμου, δίπλα στο πεζοδρόμιο
2. φρ. «ρείθρα τριχωτά» — οι γραμμές που ακολουθούν σε ορισμένη κατεύθυνση οι τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέω + επίθημα -ε-θρον (βλ. -θρον). Ο τ. ῥεῖθρον < ῥέεθρον με συναίρεση].