ἐπιβαρέω

Revision as of 13:35, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

English (LSJ)

   A weigh down: hence, be a burden to, τινά 1 Ep.Thess.2.9; overload, of food, τὸν ὄγκον Sor.1.108: c. dat., press heavily upon, τοῖς ἠτυχηκόσι App.BC4.31, cf. 15,5.107 :—Med., lay a burden on oneself, trouble oneself, c.inf., POxy.1481.12 (ii A.D.):— Pass., with fut. Med. ἐπιβαρήσομαι D.H.4.9,8.73; ὑπό τινος SIG 807.16 (Magn. Mae., i A.D.); ὑπὸ τῶν δανείων IG12(5).860.9 (Te nos).    2. Pass., of a bandage, to be found irksome, PMed.Lond.3.39. (Cf.ἐπιζαρέω.)

German (Pape)

[Seite 928] beschweren, belästigen, D. Hal. 4, 9 u. a. Sp.; τοῖς ἑτέρων ἀτυχήμασιν App. Syr. 38 Civ. 4, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβᾰρέω: (ἐπίβαρυς) ἐπιβαρύνω, καταβαρύνω, ἐν τῷ Παθ., εἰσφοράς, δι’ ἃς oι πένητες ἐπιβαροῦνταί τε καὶ ἀναγκάζονται δανείσματα ποιεῖν Διον. Ἁλ. 4. 9· μετὰ δοτ., βαρέως πιέζω τινά, τοῖς ἠτυχηκόσι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 31, πρβλ. 15. καὶ 5. 107:- Μέσ., μέλλ. ἐπιβαρήσομαι, μετὰ παθ. σημασ. θα ἐπιβαρυνθῶ, ἔτι μᾶλλον ἐν τῷ πορίζειν τὸ ἀργύριον ἐπιβαρησομένων Διον. Ἁλ. 8. 73· ἀόρ. Παθ., ὑπὸ τῶν δανείων ἐπιβαρηθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 9, πρβλ. 52. Ὅρα τὸν διαλεχτικὸν τύπον ἐπιζαρέω.

English (Strong)

from ἐπί and βαρέω; to be heavy upon, i.e. (pecuniarily) to be expensive to; figuratively, to be severe towards: be chargeable to, overcharge.

English (Thayer)

ἐπιβαρῶ; 1st aorist infinitive ἐπιβαρῆσαί; to put a burden upon, to load (cf. ἐπί, D. 3); tropically, to be burdensome; so in the N. T.: τινα, ἵνα μή ἐπιβαρῶ 'that I press not too heavily' i. e. lest I give pain by too severe language, Dionysius Halicarnassus, Appian.)

Chinese

原文音譯:™pibaršw 誒披-巴雷哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:(成為)在上-重
字義溯源:受累,負重,過份;由(ἐπί)*=在⋯上)與(βαρέω)=使負重荷)組成;其中 (βαρέω)出自(βαρύς)=煩重的),而 (βαρύς)出自(βάρος)*=重量)
出現次數:總共(3);林後(1);帖前(1);帖後(1)
譯字彙編
1) 受累(2) 帖前2:9; 帖後3:8;
2) 我過份(1) 林後2:5