λιπασμός

Revision as of 16:53, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A anointing, Dsc.Alex.14, Paul.Aeg.2.48.

German (Pape)

[Seite 51] ὁ, das Fettmachen, Mästen, Sp., auch Düngen des Landes, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπασμός: ὁ, ἄλειμμα, ἀλοιφή, Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμάκ. 14. 2) τὸ πιαίνειν, παχύνειν, πάχυνσις, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο (AM λιπασμός) λιπαίνω
νεοελλ.
(για το έδαφος) λίπανση
μσν.-αρχ.
πάχυνση
αρχ.
επάλειψη με λίπος.