λιπαίνω

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπαίνω Medium diacritics: λιπαίνω Low diacritics: λιπαίνω Capitals: ΛΙΠΑΙΝΩ
Transliteration A: lipaínō Transliteration B: lipainō Transliteration C: lipaino Beta Code: lipai/nw

English (LSJ)

aor.
A ἐλίπηνα Opp.H.4.357, ἐλίπᾱνα Axionic.4.10:—Med., aor. ἐλιπήνατο Euph.9.9; part. λιπηνάμενος APl.4.273 (Crin.):—Pass., aor. ἐκλιπανθῆναι Plu.Mar.21: pf. λελίπασμαι Damocr. ap. Gal.13.225:—oil, anoint, τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ Hp.Mul.1.35; χρῶτα μύροις Anaxil.18.1; χαρᾶς ὕπο σῶμα λ. ἱδρῶτι Aspasia ap.Ath.5.219c; πάσμασι σῶμα λ. Axionic. l. c., cf. PMag.Osl.1.212; of oiling the τόνοι in a machine to preserve them, Ph.Bel.61.37:—Med., anoint oneself, AP l. c.
2 of rivers, make fat, enrich, χώραν ὕδασιν E.Ba. 575 (lyr.), cf. Hec.454 (lyr.); of Sciron swallowed by a sea-tortoise, χέλυος… ἐλιπήνατο λαιμόν Euph. l. c. (s. v.l.).
II intr., of the eyes, glisten with tears, Epicur.Fr.120.

German (Pape)

[Seite 50] fett machen, düngen, χώραν ὕδασιν, von einem Flusse, Eur. Bacch. 575, wie Hec. 454 u. Lycophr. 886; – mit Fett einschmieren, einsalben, erst bei Sp. häufig, Opp. Hal. 4, 357; χαρᾶς ὕπο σῶμα λιπαίνω ἱδρῶτι, Ath. V, 219 c, u. sonst; auch im med., χεῖρα λιπηνάμενος, seine Hand gesalbt habend, Crinag. 16 (Plan. 273).

French (Bailly abrégé)

Act. seul. prés. et ao. ἐλίπανα ou ἐλίπηνα;
Pass. seul. prés. et pf. λελίπασμαι;
engraisser, féconder en parl. de rivières : γύας EUR féconder le sol.
Étymologie: λίπος.

Russian (Dvoretsky)

λῐπαίνω: досл. делать жирным, натирать жиром, перен. (о реках) оплодотворять (χώραν ὕδασι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐπαίνω: ἀόρ. ἐλίπηνα Ὁππ. Ἁλ. 4. 357, ἐλίπᾱνα Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 10· ‒ Μέσ., ἀόρ. λιπηνάμενος Ἀνθ. Πλαν. 273. ‒ Παθ., ἀόρ. ἐκλιπανθῆναι Πλούτ.· πρκμ. λελίπασμαι Δαμοκρ. Ἰατρ. 83· (λίπα, λίπος). Ἀλείφω δι᾿ ἐλαίου, χρίω, χρῶτα μύροις Ἀναξίλ. «Λυροπ» 1· χαρᾶς ὕπο σῶμα λ. ἱδρῶτι Ἀσπασία παρ᾿ Ἀθην. 219C· ἅλμης πάσμασι σῶμα λιπάνας Ἀξιόνικ. ἔνθα ἀνωτ.· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἀλείφω ἐμαυτόν, χρίομαι. 2) ἐπὶ ποταμῶν, παχύνω, πλουτίζω, χώραν ὕδασι Εὐρ. Βάκχ. 575, πρβλ. Ἑκ. 454.

Spanish

ungir con aceite

Greek Monolingual

(AM λιπαίνω) λίπα
1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.)
2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να το προστατεύσω και να το συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με την τριβή
νεοελλ.
καθιστώ το έδαφος λιπαρό με φυσικό ή τεχνητό λίπασμα
μσν.-αρχ.
μτφ. λαμπρύνω («τῷ τῆς ἀθλήσεως πυρὶ σεαυτὴν λιπάνασα, βασάνοις ἀνάλωτος... ἀνεδείχθης», Μηναί.)
αρχ.
1. (για ποταμό) καθιστώ τη χώρα γόνιμη με την ιλύ («εὔιππον χώραν ὕδασιν καλλίστοισι λιπαίνειν», Ευρ.)
2. μτφ. τέρπω τον λάρυγγα («χέλυος... ἐλιπήνατο λαιμόν», Ευφορ.)
3. (για τα μάτια) γυαλίζω από τα δάκρυα
4. εξασθενίζω, εξαντλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπα + επίθημα -ανjω > -αίνω, με επένθεση.
ΠΑΡ. λίπανση, λιπαντικός, λίπασμα, λιπασμός
νεοελλ.
λιπαντήρας, λιπαντής.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) απολιπαίνω, προλιπαίνω
αρχ.
εκλιπαίνω, ελλιπαίνω, επιλιπαίνω, καταλιπαίνω, προσεπιλιπαίνω, προσλιπαίνω, υπολιπαίνω
νεοελλ.
υπερλιπαίνω].

Greek Monotonic

λῐπαίνω: αόρ. ἐλίπηνα, (λίπος
1. αλείφω με λάδι, χρίζω, μυρώνω — Μέσ., αλείφομαι, σε Ανθ.
2. λέγεται για ποταμούς, φουσκώνω, εμπλουτίζομαι, σε Ευρ.

Middle Liddell

λῐπαίνω, λίπος
1. to oil, anoint: Mid. to anoint oneself, Anth.
2. of rivers, to make fat, enrich, Eur.

Léxico de magia

ungir con aceite la mano λιπαίνων τὴν χῖραν κατάμασσε ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ προσώπου unge tu mano con aceite y frótala sobre tu cabeza y tu rostro P XXXVI 212