προκαταγγέλλω

Revision as of 18:58, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A announce or declare beforehand, Act.Ap.3.18, J. AJ2.5.2.

German (Pape)

[Seite 728] vorher ankündigen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταγγέλλω: ἀναγγέλλωδιακηρύττω ἐκ τῶν προτέρων, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 18, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Κορινθ. θ΄, 5, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 2..

French (Bailly abrégé)

annoncer ou déclarer d’avance.
Étymologie: πρό, καταγγέλλω.

English (Strong)

from πρό and καταγγέλλω; to anounce beforehand, i.e. predict, promise: foretell, have notice, (shew) before.

English (Thayer)

1st aorist προκατηγγελεια; perfect passive participle προκατηγγελμενος; to announce beforehand (that a thing will be): of prophecies — followed by an accusative with an infinitive τί, περί τίνος, pre-announce in the sense of to promise: τί, passive, (Josephus, Antiquities 1,12, 3; 2,9, 4; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ΜΑ
διακηρύσσω κάτι εκ τών προτέρων, προαναγγέλλω («ὁ δὲ Θεὸς ἃ προκατήγγειλε διὰ στόματος πάντων τῶν προφητῶν αὐτοῦ παθεῑν τὸν Χριστόν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταγγέλλω «αναγγέλλω, διακηρύσσω»].

Greek Monotonic

προκαταγγέλλω: μέλ. -αγγελῶ, ανακοινώνω ή δηλώνω από πριν, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

προκαταγγέλλω: предвозвещать (διὰ στόματος τῶν προφητῶν NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καταγγέλλω vooraf aankondigen.

Middle Liddell

fut. -αγγελῶ
to announce or declare beforehand, NTest.

Chinese

原文音譯:prokataggšllw 普羅-卡特-昂給羅
詞類次數:動詞(4)
原文字根:以前-向下-信息
字義溯源:事先宣佈,預言,預先傳說;由(πρό)*=前)與(καταγγέλλω)=宣言)組成;而 (καταγγέλλω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἄγγελος)=使者)組成,其中 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)比較: (προλέγω / προεῖπον)=預言
出現次數:總共(3);徒(3)
譯字彙編
1) 預先傳說(1) 徒7:52;
2) 預言(1) 徒3:24;
3) 曾預言(1) 徒3:18