ἀκοίμητος

Revision as of 23:45, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον,

   A sleepless, unresting, of sea, A.Pr.139; Νύμφαι Theoc.13.44; πῦρ Plu.Cam.20, Ael.NA11.3; φέγγος LXX Wi.7.10; ἀ. καὶ ἀπαραλόγιστος Arr.Epict.1.14.12, etc.; ἀ. δάκρυσι IG9(2).317.4 (Tricca). Adv. -τως, ἔχει πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101 H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοίμητος: -ον, = ἄϋπνος, ὁ μὴ ἀναπαυόμενος, περὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πρ. 139· πρβλ. Θεόκρ. 13. 44, Διόδ., Πλούτ., κτλ.· ἀκ. δάκρυσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1778· ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1064. 9: ― Ὁ τύπος ἀκοίμιστος, ον εἶναι ἀμφίβολος ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 616. 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne sommeille pas, qui ne se repose pas.
Étymologie: ἀ, κοιμάω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no duerme Νύμφαι Theoc.13.44, c. hipálage ἀγγελίη ἀκοιμήτων ὑμεναίων Musae.12
de ahí vigilante, atento Ἄργος ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι Mosch.2.57, ὄμμα Ph.1.579, βλέφαρα Nonn.Par.Eu.Io.17.15, ὀπωπαί Nonn.D.35.234, πρόνοια POxy.1468.7 (III d.C.).
2 que no descansa, que nunca reposa del mar, A.Pr.140, ῥέεθρον ISide 106.10 (III d.C.), ὁ σκώληξ ὁ ἀ. Apoc.Esd.4.20
que no cesa πῦρ Plu.Cam.20, Ael.NA 11.3, φέγγος LXX Sap.7.10, ἀκοιμήτου φλόγα πεύκης Nonn.D.3.43, δάκρυα IG 9(2).317.4 (Trica III d.C.).
II adv. -ως vigilantemente ἔχειν πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101H.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀκοίμητος, -ον) (ΑΝ)
1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος
2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος
(μσν.-νεοελλ. μτφ.)
1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος
2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος
νεοελλ.
αυτός που επαγρυπνεί, που επιβλέπει αδιάκοπα, άγρυπνος
μσν.
ως ουσ. οι Ακοίμητοι
μοναχοί ομώνυμης μονής της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. Ακοιμήτων Μονή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < -στερητ. + κοιμῶμαι (-ᾶμαι).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακοιμησία].

Greek Monotonic

ἀκοίμητος: -ον (κοιμάω), άϋπνος, άγρυπνος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκοίμητος:
1) не знающий сна, никогда не отдыхающий, вечно бодрствующий (ῥεῦμα Ὠκεανοῦ Aesch.; Νύμφαι Theocr.; δόρατα Anth.);
2) неугасимый (πῦρ Plut.).

Middle Liddell

κοιμάω
sleepless, of the sea, Aesch.