ἐνέργημα

Revision as of 09:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A action, activity, operation, Plb. 4.8.7, D.S.4.51 (of the labours of Heracles), Ph.1.213, M.Ant.4.2, Procl.Inst.158, al.: pl., φύσεων Iamb.Myst.4.13; opp. πάθος, Stoic. 2.59, cf. 3.134, Chrysipp.ib.2.295.    2 realized object, [νοῦς] αὑτοῦ ἐ. Plot.6.8.16, cf.6.9.2.    3 dub. for ἐνάργημα, Epicur.Ep.1p.4U.; τὸ κατὰ φιλοσοφίαν ἐ. Metrod.Herc.831.8, cf.Phld.Po.2.68.

German (Pape)

[Seite 838] τό, das Bewirkte, die That; Pol. 4, 8, 7; τὰ περὶ τὰς πράξεις ἐνεργήματα 2, 42, 7; a. Sp., wie D. Sic. 4, 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνέργημα: τό, τὸ ἐνεργηθέν, ἡ ἐνέργεια, Πολύβ. 4. 8, 7, Διόδ. 4. 51.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1acto τὸ συνεχὲς ἐ. ἐν φυσιολογίᾳ Epicur.Ep.[2] 37, cf. Metrod.(?) Herc.831.8.8, Chrysipp.Stoic.2.295, ἐν τοῖς διαφέρουσι τῶν ἐνεργημάτων en actos diferentes Plb.4.8.7, διανοίας ἐ. καὶ κίνησις ἀόρατος Aristeas 156, cf. D.L.5.29, γίνεται ... ἐκ φρονήσεως τὸ φρονεῖν ... καὶ ἀφ' ἑκάστης τῶν ἄλλων τὸ κατ' αὐτὴν ἐ. Ph.1.213, op. παθήματα Gal.7.52, Plu.Pars.An.5, cf. S.E.P.2.47, ψυχικὸν ... ἐ. καὶ οὐ φυσικόν Gal.19.170, τὰ τῶν φύσεων ἐνεργήματα Iambl.Myst.4.13, cf. A.D.Adu.204.14, Longin.39.3, μηδὲν ἐ. εἰκῇ ... ἐνεργείσθω M.Ant.4.2, Vett.Val.252.12, (ὁ δώριος τόνος) πρὸς τὰ βαρύτερα τῆς φωνῆς ἐνεργήματα χρήσιμος Aristid.Quint.23.2.
2 realización, puesta en práctica de una decisión τὸ γὰρ ἀντιστρατεύεσθαι καὶ αἰχμαλωτίζειν ... προαιρέσεώς ἐστιν ἐνεργήματα Gr.Nyss.Apoll.212.28
fil. acto, realización en acto νοῦς δὲ ἐ.· ὥστε ἐ. αὐτός el Uno, Plot.6.8.16, cf. 9.2.
3 suceso, acontecimiento τῶν δ' ἐνεργημάτων ὑπὲρ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν φανέντων de los actos de Medea, Dionys.Scyt.36.62, τὰ συμβαίνοντά σοι ἐνεργήματα Ep.Barn.19.6c.
4 función τοῦ ... ἀναγωγοῦ τὸ ἐ. la función de la (causa) elevativa Procl.Inst.158.
II de tipo sobrenatural
1 poder, acto de tipo divino o mágico ἐνεργήματα δυνάμεων poderes milagrosos 1Ep.Cor.12.10, cf. A.Io.Oxy.34, τὰ θεῖα ἐνεργήματα Clem.Al.Strom.6.16.137, cf. Origenes Io.20.36 (p.376.35), Const.App.2.43.3, Cyr.Al.Inc.Unigen.713a, ἔχεις τὴν τελετὴν τοῦ μεγίστου καὶ θείου ἐνεργήματος PMag.12.317, cf. 1.194.
2 astrol. poder de acción, influjo ἡ ἐν τοῖς ἐνεργήμασι σύγκρασις Ptol.Tetr.2.9.19.

English (Strong)

from ἐνεργέω; an effect: operation, working.

English (Thayer)

ἐνεργητος, τό (ἐνεργέω), thing wrought; effect, operation: plural (R. V. workings), δυνάμεων, ibid. 10. (Polybius, Diodorus, Antoninus (others).)

Greek Monolingual

το (AM ἐνέργημα)
1. έργο, πράξη
2. ο πραγματοποιημένος σκοπός.

Russian (Dvoretsky)

ἐνέργημα: ατος τό дело, действие, деяние Polyb., Diod., Sext., NT.

Chinese

原文音譯:™nšrghma 恩-誒而給馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在內-行為(果效)
字義溯源:效果,作用,功用,行為,能行;源自(ἐνεργέω)=活動); (ἐνεργέω)出自(ἐναργής / ἐνεργής)=活動的),而 (ἐναργής / ἐνεργής)又由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἔργον)=行為)組成;其中 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編
1) 行為(1) 林前12:10;
2) 功用(1) 林前12:6