ζε

Revision as of 14:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

inseparable Suffix, denoting

   A motion towards:—prop. representing -σδε, as in Ἀθήναζε, Θήβαζε, θύραζε for Ἀθήνασδε, Θήβασδε, θύρασδε: but sts. found with sg. Nouns, as ἔραζε, χαμᾶζε, Ὀλυμπίαζε, Μουνυχίαζε, cf. A.D.Adv.194.18.

Greek (Liddell-Scott)

ζε: ἀχώριστον μόριον σημαῖνον κίνησιν εἰς τόπον· κυρίως παριστᾷ τὸ -σδε, ὡς Ἀθήναζε, Θήβαζε, θύραζε, ἀντὶ Ἀθήνασδε, Θήβασδε, θύρασδε· - ἀλλ’ εὕρηται ἐνίοτε μετ’ ὀνομάτων ἑνικοῦ ἀριθμοῦ, ὡς Ὀλυμπίαζε, Μουνιχίαζε.

Greek Monotonic

ζε: αχώριστο μόριο, που δηλώνει κίνηση προς τόπο· κυρίως παριστά τον τύπο -σδε, όπως στα Ἀθήναζε, θύραζε αντί Ἀθήνασδε, θύρασδε· μερικές φορές όμως απαντά με ονόματα που βρίσκονται στον ενικό αριθμό, όπως τα Ὀλυμπίαζε, Μουνιχίαζε.

Russian (Dvoretsky)

ζε: [из -σ-δε] суффикс, означающий направление по направлению к, в: Ἀθήνα-ζε в Афины; θύρα-ζε в дверь, наружу.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

-ζε [-ασ-δε > -αζε] suffix van richting naar, vanaf Homerus alg., zoals in Ἀθήναζε, Ὀλυμπίαζε, χαμᾶζε.

Middle Liddell


inseparable Suffix, denoting motion towards:— properly it represents -σδε, as in Ἀθήναζε, θύραζε for Ἀθήνασδε, θύρασδε:—but sometimes found with sg. Nouns, as Ὀλυμπίαζε, Μουνυχίαζε.