προσεπίκειμαι

Revision as of 09:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to be urgent or instant besides, π. ἡ πόλις ἀξιοῦσα εἰσφέρειν D.27.66.

German (Pape)

[Seite 761] (s. κεῖμαι), noch dazu anliegen mit Bitten od. Anforderungen, προσεπίκειται ἡ πόλις ἀξιοῦσα εἰσφέρειν Dem. 27, 66, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπίκειμαι: Παθ., ἐπίκειμαι, ἐπάγομαι προσέτι, ἐπιμένω ἐπαιτῶν, πρ. ἡ πόλις ἀξιοῦσα εἰσφέρειν Δημ. 834. 19.

French (Bailly abrégé)

insister encore plus.
Étymologie: πρός, ἐπίκειμαι.

Greek Monolingual

Α
πιέζω επί πλέον με παράκληση ή αξίωση, επιμένω επιπροσθέτως στην απαίτησή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπίκειμαι «πιέζω, παρακινώ, προτρέπω»].

Greek Monotonic

προσεπίκειμαι: Παθ., βρίσκομαι επίμονα δίπλα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσεπίκειμαι: приступать еще с просьбами, сверх того настаивать Dem.

Middle Liddell


Pass. to be urgent besides, Dem.