ἐπίκειμαι

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκειμαι Medium diacritics: ἐπίκειμαι Low diacritics: επίκειμαι Capitals: ΕΠΙΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: epíkeimai Transliteration B: epikeimai Transliteration C: epikeimai Beta Code: e)pi/keimai

English (LSJ)

serving as Pass. to ἐπιτίθημι,
A to be laid upon, and so,
I. of doors, to be put to or closed (cf. ἐπιτίθημι ΙΙ), θύραι δ' ἐπέκειντο φαειναί Od.6.19: metaph., γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται Thgn.421.
2. generally, to be placed, lie in or on, c. dat., ἐπισκύνιον ἐπέκειτο προσώπῳ Theoc.24.118; of troops, ὄχθαις Ἴστρου ἐ. Hdn.2.9.1.
3. of islands, νῆσοι ἐπὶ Λήμνῳ (-ου codd.) ἐπικείμεναι lying off Lemnos, Hdt. 7.6; so ἐ. τῇ Θρηΐκῃ ib.185; ἐπὶ [τῇ Λακαίνῃ χώρῃ] ib.235, cf. Th.4.53: abs., αἱ νῆσοι αἱ ἐπικείμεναι the islands off the coast, Id.2.14, cf. 4.44; πάσῃ ἐ. τῇ θαλάσσῃ lies right across the sea, of Crete, Arist. Pol.1271b34; ἡ ἐπικειμένη τινὸς γῆ PTeb.50.6 (ii B.C.).
II. to be laid upon, ἐμοὶ σφρηγὶς ἐπικείσθω τοῖσδ' ἔπεσι Thgn. 19 (so lit., σφραγὶς οὐκ ἐ. BGU361 iii 29 (ii A.D.), etc.); ἐπίκειται ἀγνώμων σῇ κεφαλῇ στέφανος Thgn.1259, cf. X.Oec.19.13; ἐ. ἐπί τινος Hero Spir.1.38, al., D.C.67.16: metaph., κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀνάγκη Il.6.458, cf. 1 Ep.Cor.9.16; of a duty, οἷς ἐπέκειτο φροντίζειν Plu.2.786f.
2. press upon, be urgent in entreaty, Hdt.5.104; press upon a retreating enemy, attack, Βοιωτοῖσι ib.81; to be urgent against, Id.6.49; ἐπεκείμην αὐτοῖς ἐνοχλῶν PLips.36.7 (iv A.D.): abs., κἀπικείσομαι βαρύς E. Rh.101; κἀπικείμενος βόα Ar.Eq.252; Κλέων μ' ὑπετάραττεν ἐπικείμενος Id.V.1285; ἐ. λαμπρῶς Th.7.71; πολὺς δ' ἐπέκειτο Theoc.22.90; of a crowd, ἐ. τινί Ev.Luc.5.1.
3. hang over, τηλικούτων ἐπικειμένων τῷ μοιχεύοντι κακῶν X.Mem.2.1.5; of penalties, θάνατος ἡ ζημίη ἐπίκειται the penalty imposed is death, Hdt.2.38, cf. 6.58, Arist.Pol.1297a18; τῷ ἄρξαντι μεγάλα ἐπιτίμια ἐ. Antipho 4.4.7; ζημία.. ἐπέκειτο στατήρ Th.3.70; ὁ ἐπικείμενος κίνδυνος Hdn.1.13.4.
4. of a name, to be imposed, Pl.Cra.411c, Prt.349c.
5. metaph., σκώμματα ἐπικείμενα suitable to the purpose, pointed, Longin. 34.2.
6. to be set in authority, ἐπὶ τοῦ πυρός Corp.Herm.1.13; ἐπικείμενος Ἀλεξανδρείας PLips.102i8, etc.
III. c. acc. rei, especially in part., κἀπικείμενον κάρα κυνέας head with helmet set thereon, E.Supp. 716 (dub. constr.); ἐ. κυνῆν τῆς κεφαλῆς Hld.5.22; στέφανον ἐπικείμενος with a crown on one's head, Plu.Marc.22; ἄπικας ἐπικείμενοι ταῖς κεφαλαῖς D.H.2.70; σεμνὸν ἐπικειμένη τὸ κάλλος J.AJ11.6.9; ἀγγέλου ἢ θεράποντος ἐπικείμενος πρόσωπον Plu.Lys.23; ἐπέκειτο ὠτειλάς he bore scars upon him, App.Mith.6; ἱερὰν ἐσθῆτα ἐ. Id.BC4.134; φθίμενος τήνδ' ἐπίκειμαι κόνιν Epigr.Gr.622.6; κιθάραν.. κόλλοπας ἐπικειμένην fitted with pegs, Luc.Ind.10: metaph., οἱ κίνδυνον ἐπικείμενοι exposed to.., App.BC4.124.

German (Pape)

[Seite 947] (s. κεῖμαι), = ἐπιτέθειμαι, darauf, darüber gesetzt sein, liegen; θύραι δ' ἐπέκειντο φαειναί Od. 9, 16, Thüren waren davor u. verschlossen; vgl. θύραι γλώσσῃ ἐπίκεινται Theogn. 421, Thüren hemmen gleichsam die Zunge; ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος 1259; ὀφθαλμὸς μετώπῳ, befindet sich an der Stirn, Hes. Th. 143; τοῖον ἐπι. σκύνιον βλοσυρῷ ἐπέκειτο προσώπῳ Theocr. 24. 116; ἐπικείμενος ἐπὶ πυρῆς D. C. 67, 16; νῆσοι ἐπικείμεναι τῇ Θρηΐκῃ, die dabei liegen, Her. 7, 185; ἐπὶ Λήμνου 7, 6, öfter; Thuc. 2, 14 u. öfter, Pol. u. Sp.; auch übertr., ἐπικείμενα σκώμματα, nahe liegende Scherze, Longin. 34, 2; – ἐπικείσεται ἀνάγκη Il. 6, 458, Zwang wird darauf lasten, wird obwalten; οἷς ἐπέκειτο φροντίζειν, denen oblag, Plut. an seni 6; – κἀπικείσομαι βαρύς, ich werde hart bedrängen, Eur. Rhes. 101; feindlich zusetzen, ἐπικείμενος βόα Ar. Equ. 252, wie Vesp. 1285; ὅτε οἱ πολέμιοι ἰσχυρῶς ἐπικέοιντο Xen. An. 4, 1, 16; gew. c. dat., ἀναγομένοισι ἐπικέατο Her. 8, 84, öfter; ἀναχωροῦντι αὐτῷ ἐπικεῖσθαι τοὺς πολεμίους Thuc. 7, 81, öfter, wie Xen. u. Sp.; ἐπικείμενος κίνδυνος Hdn. 1, 13, 8; mit Bitten zusetzen, Her. 5, 104. – Von Strafen, darauf gesetzt sein, darauf haften, ἐπικέεται θάνατος ἡ ζημίη θύσαντι Her. 2, 38, wie Thuc. 3, 70; Arist. Pol. 4, 13 u. Folgde; τηλικούτων ἐπικειμένων τῷ μοιχεύοντι κακῶν, erwarten, drohen, Xen. Mem. 2, 1, 5. – Τοῖς πράγμασι τὰ ὀνόματα ἐπίκειται, der Name ist den Dingen beigelegt, Plat. Crat. 411 c. – Passivisch, anhaben, auf sich liegen haben, bes. bei Sp. im partic.; ἐπικείμενον κάρα κυνέας, mit einem Helme auf dem Haupte, Eur. Suppl. 716; τοὺς καλουμένους ἄπικας ἐπικείμενοι ταῖς κεφαλαῖς D. Hal. 2, 70; κόμην Luc. Alex. 3; ἡ πρύμνα χρυσοῦν χηνίσκον ἐπικειμένη, damit versehen, Navig. 5; μυῤῥίνης στέφανον ἐπικείμενος Plut. Marcell. 22; θεράποντος ἐπικείμενον πρόσωπον Lysand. 23, mit der Maske; ἐσθῆτα, ὠτειλάς, App. B. Civ. 4, 134 Mithrid. 6; ἐπικείμενος κίνδυνον, einer Gefahr ausgesetzt, B. C. 4, 124.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπεκείμην, f. ἐπικείσομαι;
I. être sur, d'où
1 être posé sur, τινι;
2 fig. serrer de près, presser (l'ennemi), τινι ; en parl. d'événements ἐπικείσεται ἀνάγκη IL la nécessité contraindra ; menacer : τινι qqn en parl. de maux;
3 être imposé;
II. être posé devant en parl. de portes;
III. être placé près de en parl. d'îles : ἐπὶ Λήμνου HDT près de Lemnos ; ἐπὶ τῇ Θρηΐκῃ HDT près de la Thrace ; abs. νῆσοι ἐπικείμεναι THC îles près de la côte;
IV. Pass. avoir sur soi, être recouvert de : στέφανον PLUT porter une couronne.
Étymologie: ἐπί, κεῖμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκειμαι: (impf. ἐπεκείμην, fut. ἐπικείσομαι; служит pass. к ἐπιτίθημι)
1 (на чем-л. или близ, у чего-л.) лежать или быть положенным, помещаться, находиться, быть (μέσσῳ μετώπῳ Hes.; τὰ ἐπικείμενα βάρη Arst.; λίθος ἐπέκειτο ἐπὶ τῷ σπηλαίῳ NT): ἐ. τῇ Θρηΐκῃ Her. находиться близ или прилегать к Фракии; αἱ νῆσοι αἱ ἐπικείμεναι Thuc. острова, находящиеся близ побережья; πάσῃ ἐ. τῇ θαλάττῃ Arst. отовсюду быть близким к морю;
2 быть покрытым, иметь на себе, носить: ἐπικείμενον κάρα κυνέας Eur. голова, покрытая шлемом; κόμην πρόσθετον ἐπικείμενος Luc. с надетым (на голову) париком; μυρρίνης στέφανον ἐπικείμενος Plut. увенчанный миртовым венком; πρόσωπόν τινος ἐπικεῖσθαι Plut. носить чью-л. личину;
3 быть прилагаемым, прилагаться, даваться (ὄνομά τι ἐπίκειταί τινι Plat.);
4 быть (плотно) придвигаемым или приставляемым: θύραι ἐπέκειντο Hom. дверь была заперта;
5 налегать, напирать, теснить (τινι Her., Thuc., Xen.): πάγχυ ἐπικείμενος ἐνῆγε Her. он все сильнее настаивал; χειμῶνος ἐπικειμένου NT так как буря продолжала бушевать; μ᾽ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος Arph. он жестоко притеснял меня; ἐπικείσεται ἀνάγκη Hom. необходимость заставит; ἐ. τινι NT плотно обступить кого-л;
6 (неминуемо), предстоять, ожидать, угрожать (ζημία ἐπέκειτο στατήρ Thuc.; ἐπικείμενα τῷ μοιχεύοντι κακά τε καὶ αἰσχρά Xen.; μεγάλαι τιμωρίαι ἐπίκεινται τοῖς παραβαίνουσι ταῦτα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκειμαι: ἀπαρ. -κεῖσθαι, Ἰων. -κέεσθαι, χρησιμεῦον ὡς Παθ. τοῦ ἐπιτίθημι. 1) ἐπὶ θυρῶν, κλείομαι (πρβλ. ἐπιτίθημι ΙΙ), θύραι δ’ ἐπέκειντο φαειναί, ἦσαν ἐπιτεθειμέναι, Ὀδ. Ζ. 19· μεταφ., πολλοῖς ἀνθρώπων γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπί κεινται ἁρμόδιαι Θέογν. 421. 2) καθόλου, εἶμαι τεθειμένος, κεῖμαι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, μετὰ δοτ., ὀφθαλμὸς μέσσῳ ἐνέκειτο μετώπῳ Ἡσ. Θ. 143, πρβλ. Θεόκρ. 24. 116: - ἐπὶ στρατευμάτων, καὶ πᾶν τὸ ἐκεῖσε στρατιωτικὸν ὃ ταῖς ὄχθαις Ἴστρου τε καὶ Ρήνου ἐπικείμενον... φρουρεῖ τὴν Ρωμαίων ἀρχὴν Ἡρῳδιαν. 2. 9, ἐν τῇ ἀρχῇ. 3) ἐπὶ νήσων, νῆσοι ἐπὶ Λήμνου ἐπικείμεναι, κείμεναι παρὰ τὴν Λ., Ἡρόδ. 7. 6.· οὕτως, ἐπ. τῇ Θρηΐκῃ αὐτόθι 185· ἐπὶ τῇ Λακωνικῇ αὐτόθι 235· καὶ ἀπολ., ἐς τὰς νήσους τὰς ἐπικειμένας, τὰς πλησίον κειμένας, Θουκ. 2. 14, πρβλ. 4. 44· πάσῃ γάρ ἐπίκειται τῇ θαλάσσῃ, περὶ τῆς Κρήτης ἧς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες κάτοικοι ἦσαν ἱδρυμένοι πάντες περὶ τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 13. ΙΙ. τίθεμαι ἐπάνω, ἐμοὶ σφρηγὶς ἐπικείσθω τοῖσδ’ ἔπεσιν Θέογν. 19· ἐπίκειται... σῇ κεφαλῇ στέφανος ὁ αὐτ. 1259, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 13· μεταφ., κρατερὴ δ’ ἐπικείσετ’ ἀνάγκη Ἰλ. Ζ. 458. 2) ἐπιμένω εἴς τι, ἐπιμόνως προτρέπω τινὰ νὰ πράξῃ τι, πάγχυ ἐπικείμενος ἐνῆγε Ἡρόδ. 5. 104· στενοχωρῶ τινα ἐπιτιθέμενος κατ’ αὐτοῦ, ἐπιμόνως ἐπιτίθεμαι κατά τινος, ἐπικειμένων γὰρ αὐτῶν (τῶν Ἀθηναίων) Βοιωτοῖσι αὐτόθι 81, πρβλ. 6. 49· καὶ ἀπολ., ἐπικείσομαι βαρὺς Εὐρ. Ρῆσ. 101· κἀπικείμενος βόα Ἀριστοφ. Ἱππ. 252· Κλέων μ’ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος Σφ. 1285· ἐπ. λαμπρῶς Θουκ. 7. 71· πολὺς δ’ ἐπέκειτο Θεόκρ. 22. 90. 3) ἐπικρέμαμαι, ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, τοσούτων ἐπικειμένων τῷ μοιχεύοντι κακῶν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5· ἐπὶ ποινῶν, θάνατος ἡ ζημίη ἐπικέεται, ἡ ἐπιβαλλομένη τιμωρία εἶναι θάνατος, Ἡρόδ. 2. 38, πρβλ. 6. 58, Ἀντιφῶν 128. 40· ζημία... ἐπέκειτο στατὴρ Θουκ. 3. 70, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13, 3. 4) ἐπὶ ὀνόματος, ἐπιτίθεμαι, δίδομαι, ὅτι παντάπασιν ὡς φερομένοις καὶ ῥέουσι καὶ γιγνομένοις τοῖς πράγμασι τὰ ὀνόματα ἐπίκειται Πλάτ. Κρατ. 411C, Πρωτ. 349C. 5) μεταφ., σκώμματα ἐπικείμενα, ἁρμόζοντα εἰς τὸν σκοπόν, προσήκοντα ἢ πρόχειρα, Λογγῖν. 34. 2. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἰδίως κατὰ μετοχ., κἀπικείμενον κάρα κυνέας θερίζων κἀποκαυλίζων ξύλῳ, καὶ τὰς κεφαλὰς (τοῦ κἀπικείμενον κάρα λαμβανομένου πληθ.) τὰς φερούσας περικεφαλαίαν θερίζων καὶ ἀποτέμνων ὡς καυλοὺς διὰ τοῦ ξύλου, δηλ. τῆς κορύνης, Εὐρ. Ἱκέτ. 717, ἔνθα ἴδε Markl. (παρὰ Δινδ.)· στέφανον ἐπικείμενος, περιβεβλημένος στέφανον, Πλουτ. Μάρκελλ. 22· ἄπικας ἐπικείμενοι ταῖς κεφαλαῖς, φοροῦντες εἰς τὰς κεφαλὰς πίλους ὑψηλοῦς εἰς σχῆμα συναγομένους κωνοειδές, Διον. Ἁλ. 2. 70· ἀγγέλου τινὸς ἢ θεράποντος ἐπικείμενον πρόσωπον, παριστῶντα (ἐν τῷ θεάτρῳ) πρόσωπον ἀγγέλου τινὸς ἢ θεράποντος, Πλουτ. Λυσ. 23 (κατὰ Κοραῆν διορθωτέον περικείμενον)· ἐπέκειτο ὠτειλάς, ἔφερεν, ὠτειλάς, εἶχε σημεῖα τραυμάτων εἰς τὸ σῶμά του, Ἀππ. Μιθρ. 6· κιθάραν... κόλλοπας ἐπικειμένην, ἔχουσαν κολλάβους, δηλ. «στρηφτάρια», Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 10: - μεταφ., οἱ κίνδυνον ἐπικείμενοι, ἐκτεθειμένοι εἰς..., Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 124.

English (Autenrieth)

fut. ἐπικείσεται: lie on or to, i. e. ‘be closed’ (of doors), Od. 6.19; met., ἀνάγκη, ‘press upon’ (as we say ‘be under’ the necessity), Il. 6.458.

English (Slater)

ἐπῐκειμαι lie upon παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1. 8.

English (Strong)

from ἐπί and κεῖμαι; to rest upon (literally or figuratively): impose, be instant, (be) laid (there-, up-)on, (when) lay (on), lie (on), press upon.

English (Thayer)

(ἐπικέλλω) (ἐπικεφάλαιον) ἐπικεφαλαιου, τό, head-money, poll-tax, (Aristotle, oec. 2, p. 1346{a}, 4,1348{a}, 32): WH (rejected) marginal reading for κῆνσον (others).]

Greek Monolingual

(AM ἐπίκειμαι) κείμαι
1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.)
2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τον τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν.
β) «επίκειται πόλεμος, το μοιραίο» κ.λπ.
3. φρ. «τὰ ἐπικείμενα τοῖς ὑποκειμένοις» — κανόνας του δικαίου, κατά τον οποίο ο κύριος εδάφους είναι κύριος και τών κτισμάτων, δένδρων ή άλλων πραγμάτων που βρίσκονται επάνω σ’ αυτό)
μσν.
τοποθετούμαι μαζί με άλλα, προστίθεμαι κάπου
αρχ.
1. (για πόρτα) προσαρμόζομαι, κλείνομαι («θύραι δ’ ἐπέκειντο φαειναί», Ομ. Οδ.)
2. (για έκταση γης) εκτείνομαι κοντά σε κάτι, απλώνομαι, βρίσκομαι κοντά («καὶ ἐκ τῶν νήσων τῶν ἐπικειμένων τῇ Θράκῃ», Ηρόδ.)
3. συνορεύω
4. (για ονόματα, όρους) προσδίδομαι, δίνομαι («ἐπίκειται τὸ ὄνομα χριστιανῶν ἀμφοτέροις», Ιωάνν. Χρυσ.)
5. πιέζω, στενοχωρώ («Κλέων μ’ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», Αριστοφ.)
6. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
7. παρακινώ για κάτι, προτρέπω
8. (σε παθ. σύνταξη, με αιτ.) έχω κάτι επάνω μου, φορώ («κἀπικείμενον κάρα κυνέας θερίζων», Ευρ.)
9. μτφ. είμαι εκτεθειμένος σε κάτι («οἱ κίνδυνοι ἐπικείμενοι», Aππ.).

Greek Monotonic

ἐπίκειμαι: απαρ. -κεῖσθαι, Ιων. -κέεσθαι, χρησιμ. ως Παθ. του ἐπιτίθημι, κείμαι επάνω σε κάτι·
I. 1. λέγεται για θύρες, κλείνομαι, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.
2. τοποθετούμαι σε ή επάνω, με δοτ., σε Ησίοδ., Θεόκρ.
3. λέγεται για νησιά, νῆσοι ἐπὶ Λήμνου ἐπικείμεναι, κείμενες σε απόσταση από τη Λήμνο, σε Ηρόδ.· ομοίως και, ἐπ. τῇ Θρηΐκῃ, στον ίδ.· αἱ νῆσοι αἱ ἐπικείμεναι, νησιά που βρίσκονται πλησίον της παραλίας, σε Θουκ.
II. 1. ασκώ πίεση πάνω σε, πιέζω σε συμφωνία, σε Ηρόδ.· ασκώ πίεση σε εχθρό που υποχωρεί, με δοτ., στον ίδ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. επικρέμαμαι, δεσπόζω, Λατ. imminere, με δοτ., σε Ξεν.· λέγεται για ποινές, θάνατος ἡ ζημίη ἐπικέεται, η επιβαλλόμενη τιμωρία είναι θάνατος, σε Ηρόδ.· ζημία ἐπέκειτο στατήρ, σε Θουκ.
III. με αιτ. πράγμ., ἐπικείμεναι κάρα κυνέας, έχοντας τα κεφάλια τους καλυμμένα με περικεφαλαίες, σε Ευρ.· πρόσωπον ἐπικείμενος, υποδυόμενος, παριστάνοντας έναν χαρακτήρα, έναν ρόλο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

inf. -κεῖσθαι ionic -κέεσθαι
serving as Pass. to ἐπιτίθημι, to be laid upon:
I. of doors, to be put to or closed, Od., Theogn.
2. to be placed in or on, c. dat., Hes., Theocr.
3. of islands, νῆσοι ἐπὶ Λήμνου ἐπικείμεναι lying off Lemnos, Hdt.; so, ἐπ. τῇ Θρηΐκῃ Hdt.; αἱ νῆσοι αἱ ἐπικείμεναι the islands off the coast, Thuc.
II. to press upon, be urgent in intreaty, Hdt.: to press upon a retreating enemy, c. dat., Hdt., Ar., etc.
2. to hang over, Lat. imminere, c. dat., Xen.; of penalties, θάνατος ἡ ζημίη ἐπικέαται the penalty imposed is death, Hdt.; ζημία ἐπέκειτο στατήρ Thuc.
III. c. acc. rei, ἐπικείμεναι κάρα κυνέας having their heads covered with helmets, Eur.; πρόσωπον ἐπικείμενος under an assumed character, Plut.

Chinese

原文音譯:™p⋯keimai 誒披-咳買
詞類次數:動詞(7)
原文字根:在上-臥 相當於: (יָתַן‎ / נָתַן‎)
字義溯源:置於,制定,擋著,擁擠,催逼,急切,不得已,上面放有;由(ἐπί)*=在⋯上)與(κεῖμαι)*=躺)組成
出現次數:總共(7);路(2);約(2);徒(1);林前(1);來(1)
譯字彙編
1) 不得已的(1) 林前9:16;
2) 制定(1) 來9:10;
3) 催逼著(1) 徒27:20;
4) 上面放有(1) 約21:9;
5) 催逼(1) 路23:23;
6) 擋(1) 約11:38;
7) 擁擠(1) 路5:1