συνεκθλίβω

Revision as of 14:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῑ],

   A squeeze out together, Arist.Pr.876b1 (Pass.): Gramm. (cf. ἔκθλιψις), Sch.Heph.p.106C.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκθλίβω: [ῑ], ἐκθλίβω ὁμοῦ, ἐκπιέζω, διὰ τῆς πιέσεως ἐξάγω, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 1. 2) γραμμ., ἐκθλίβω ὁμοῦ, ἀποκόπτω, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. σ. 20.

Greek Monolingual

Α
1. συνθλίβω, ζουλώ («συνεκθλίβει τὸ ὑγρὸν εἰς τὴν σικύαν», Πλούτ.)
2. γραμμ. αποβάλλω φθόγγο ή δίφθογγο στην αρχή ή στο τέλος λέξης συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκθλίβω «πιέζω, στείβω»].

Russian (Dvoretsky)

συνεκθλίβω: (ῑ) выжимать, выдавливать (συνεκθλίβεσθαι ἔκ τινος Arst.).