συνεκθλίβω
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
[ῑ], squeeze out together, Arist.Pr.876b1 (Pass.): Gramm. (cf. ἔκθλιψις), Sch.Heph.p.106C.
German (Pape)
[ῑ], mit oder zugleich ausdrücken, herauspressen, Arist. Probl. 4.2.
Russian (Dvoretsky)
συνεκθλίβω: (ῑ) выжимать, выдавливать (συνεκθλίβεσθαι ἔκ τινος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεκθλίβω: [ῑ], ἐκθλίβω ὁμοῦ, ἐκπιέζω, διὰ τῆς πιέσεως ἐξάγω, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 1. 2) γραμμ., ἐκθλίβω ὁμοῦ, ἀποκόπτω, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. σ. 20.
Greek Monolingual
Α
1. συνθλίβω, ζουλώ («συνεκθλίβει τὸ ὑγρὸν εἰς τὴν σικύαν», Πλούτ.)
2. γραμμ. αποβάλλω φθόγγο ή δίφθογγο στην αρχή ή στο τέλος λέξης συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκθλίβω «πιέζω, στείβω»].