συνεκθλίβω

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκθλίβω Medium diacritics: συνεκθλίβω Low diacritics: συνεκθλίβω Capitals: ΣΥΝΕΚΘΛΙΒΩ
Transliteration A: synekthlíbō Transliteration B: synekthlibō Transliteration C: synekthlivo Beta Code: sunekqli/bw

English (LSJ)

[ῑ], squeeze out together, Arist.Pr.876b1 (Pass.): Gramm. (cf. ἔκθλιψις), Sch.Heph.p.106C.

German (Pape)

[ῑ], mit oder zugleich ausdrücken, herauspressen, Arist. Probl. 4.2.

Russian (Dvoretsky)

συνεκθλίβω: (ῑ) выжимать, выдавливать (συνεκθλίβεσθαι ἔκ τινος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεκθλίβω: [ῑ], ἐκθλίβω ὁμοῦ, ἐκπιέζω, διὰ τῆς πιέσεως ἐξάγω, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 1. 2) γραμμ., ἐκθλίβω ὁμοῦ, ἀποκόπτω, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. σ. 20.

Greek Monolingual

Α
1. συνθλίβω, ζουλώ («συνεκθλίβει τὸ ὑγρὸν εἰς τὴν σικύαν», Πλούτ.)
2. γραμμ. αποβάλλω φθόγγο ή δίφθογγο στην αρχή ή στο τέλος λέξης συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκθλίβω «πιέζω, στείβω»].