ἦπου

Revision as of 15:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

or ἦ που,

   A I ween, ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν . . Ar.V.725; ἦ που νέος γ' ὢν ἦσθ' ὑβριστής Id.Th.63, cf. Il.3.43, 16.830; ironical, S.Aj.1008, E.Med.1308; χαλεπὸν πόλιν κατασκευάσασθαι, ἦ που δή . . much more . ., Th.1.142; so ἦ που alone, Lys.30.17, Pl.Phd.84d; ἦ πού γε lsoc.1.49; also ἦ που δή . . much less, prob. in Th.8.27; also ἦ πού γε δή Id.6.37: and with a neg., ἦ που . . γε . . οὐ δεῖ χρήσασθαι And.1.86.    II to make a hesitating suggestion, surely . . ? Od. 13.234, A.Pr.521, Ar.Pl.970.

German (Pape)

[Seite 1175] richtiger getrennt geschrieben ἦ που, Betheuerung, gewiß wohl, sicherlich doch, traun wohl, eine Voraussetzung zur Bekräftigung hinzufügend, Il. 3, 43. 16, 830. – In der Frage erhöht es den Nachdruck derselben, denn wohl? Od. 13, 234. Vgl. ἦ u. που.

French (Bailly abrégé)

ou mieux ἦ που;
1 certes, sans doute;
2 interrog. est-ce que ? n’est-ce pas ? ἦπου οὐ ; ISOCR m. sign.
Étymologie: ἦ, που.

Greek Monotonic

ἦπου: ή ἦπου,
I. υποθέτω, στοχάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· ύστερα από άρνηση, πολύ λιγότερο, σε Θουκ.
II. χρησιμ. για να υποβληθεί ερώτηση με δισταγμό, είναι πιθανόν ότι...; αλήθεια...; είναι δυνατόν...;, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἦπου: и ἦ που
1) ведь, конечно, пожалуй: ἦ. ἔφησθα … Hom. ты, конечно, надеялся …; ἦ. καγχαλόωσι Ἀχαιοί Hom. ахейцы, наверное, хохочут; χαλεπὸν καὶ ἐν εἰρήνῃ ἦ. δὴ ἐν πολεμία Thuc. это трудно в мирных условиях, а уж конечно (= тем более) во вражеской стране; ἦ. χαλεπῶς ἂν πείσαιμί τινα Plat. мне, пожалуй, трудно было бы убедить кого-л.;
2) (в вопросах) (да) разве? неужели?: ἦ. συκοφάντρια ἦσθα; Arph. да уж не клеветница ли ты?

Middle Liddell


I. or ἦ, που, I suppose, I ween, Il., Soph., etc.: after a negat., much less, Thuc.
II. to ask a question, is it possible that . . ? can it be that . . ? Od., Aesch.