παιδευτής

Revision as of 14:02, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A teacher, instructor, Pl.R.493c, al., IG22.1011.35.    2 minister of education, Pl.Lg.811d, al.    II corrector, chastiser, Ep.Hebr.12.9.

German (Pape)

[Seite 440] ὁ, der Erzieher, Lehrer; Plat. Legg. VIII, 835 a; καὶ τροφεύς, Polit. 308 e; Sp., wie Plut. Lycurg. 12.

Greek (Liddell-Scott)

παιδευτής: -οῦ, ὁ, διδάσκαλος, Πλάτ. Πολ. 493C, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ τιμωρῶν τινα, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ιβ΄, 9.

English (Strong)

from παιδεύω; a trainer, i.e. teacher or (by implication) discipliner: which corrected, instructor.

English (Thayer)

παιδευτου, ὁ (παιδεύω);
1. an instructor, preceptor, teacher: Plato, legg. 7, p. 811d., etc.; Plutarch, Lycurgus,
c. 12, etc.; (Diogenes Laërtius 7,7).
2. a chastiser: Hosea 5:2; Psalt. Sal. 8,35).

Greek Monolingual

το θηλ. παιδεύτρια (ΑΜ παιδευτής Μ θηλ. παιδεύτρια) παιδεύω
1. δάσκαλος, παιδαγωγός («ἐγκρατείας παιδευτήν», Μηναί)
2. αυτός που τιμωρεί κάποιον («τοὺς μὲν τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς καὶ ἐνετρεπόμεθα», ΚΔ)
νεοελλ.
αυτός που βασανίζει κάποιον.

Greek Monotonic

παιδευτής: -οῦ, ὁ (παιδεύω
I. δάσκαλος, εκπαιδευτής, παιδαγωγός, σε Πλάτ.
II. διορθωτής, τιμωρός, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδευτής -οῦ, ὁ [παιδεύω] opvoeder, leraar.

Russian (Dvoretsky)

παιδευτής: οῦ ὁ
1) воспитатель, наставник, учитель Plat., NT, Plut.;
2) каратель NT.

Middle Liddell

παιδευτής, οῦ, ὁ, παιδεύω
I. a teacher, instructor, preceptor, Plat.
II. a corrector, chastiser, NTest.

Chinese

原文音譯:paideut»j 派丟帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:打擊(者)
字義溯源:訓練者,指導者,教師,師傅,管教;源自(παιδεύω)=訓練,教養),而 (παιδεύω)出自(παῖς)*=孩童)。參讀 (διδάσκαλος)同義字
出現次數:總共(2);羅(1);來(1)
譯字彙編
1) 管教(1) 來12:9;
2) 師傅(1) 羅2:20

English (Woodhouse)

teacher