ἄπλοια

Revision as of 15:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ἡ, Ion. and poet. ἀπλοΐη, Call.Dian.230, prob. in AP7.640 (Antip.). ἄπλους):—

   A impossibility of sailing, detention in port, esp. from stress of weather, A.Ag.188; ἀπλοίᾳ χρῆσθαι E.IA88, cf. IT 15; ἡσύχαζεν ὑπὸ ἀπλοίας Th.4.4, cf. 6.22: pl., ἀποπλέειν . . ὁρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Hdt.2.119.

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, ion. ἀπλοΐη, ungünstige Zeit zur Schifffahrt, Unfahrbarkeit, Aesch. Ag. 145. 181; ἀπλοίᾳ χρῆσθαι Eur. I. A. 88; Her. 2, 119 im plur.; Thuc. 4, 4, öfter, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπλοια: ἡ, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀπλοΐη, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 230, Ἀνθ. Π. 7. 640 (ἄπλους): ― τὸ μὴ δύνασθαι πλέειν, ἡ ἐν τῷ λιμένι κατ’ ἀνάγκην διαμονή, ἰδίως ἕνεκα χειμῶνος ἢ ἐναντίον ἀνέμων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 188· ἀπλοίᾳ χρῆσθαι Εὐρ. Ι. Α. 88· ἡσύχαζεν ὑπὸ ἀπλοίας Θουκ. 4. 4, πρβλ. 6. 22: ὡσαύτως ἐν τῷ πληθυντ., ἀποπλώειν… ὡρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Ἡρόδ. 2. 119· χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας τεύξῃς Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 145, ἴδε τὴν λέξ. ἐχενηΐς.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
temps défavorable à la navigation ; ὑπὸ ἀπλοίας THC par suite de l’impossibilité de naviguer.
Étymologie: ἀ, πλέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. poét. ἀπλοΐη Call.Dian.230, AP 7.640 (Antip.Thess.)
imposibilidad de navegar ἄ. κεναγγής A.A.188, μὴ ... ἀπλοίας τεύξῃ A.A.149, ὑπ' ... ἀπλοίας ἐνδιέτριψεν Th.2.85, cf. 4.4, 6.22, 8.99, AP l.c., Plu.2.857b, ἀπλοίᾳ χρώμενοι E.IA 88, δεινῆς δ' ἀπλοίας πνευμάτων τε τυγχάνων E.IT 15, ἀποπλέειν ... ὁρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Hdt.2.119, μείλιον ἀπλοΐης Call.l.c., γενομένης ἀπλοίας Plb.34.11.19.

Greek Monolingual

η (AM ἄπλοια, Α κ. ιων. ἀπλοΐη) άπλους
αναγκαστική παραμονή των πλοίων στο λιμάνι εξαιτίας κακοκαιρίας ή αντίθετων ανέμων.

Greek Monotonic

ἄπλοια: ποιητ. ἀπλοΐη, ἡ (ἄπλους), όταν είναι αδύνατη η πλεύση του πλοίου, η αναγκαστική παραμονή στο λιμάνι, ιδίως λόγω της έντασης των καιρικών φαινομένων, σε Αισχύλ., Θουκ.· ἴσχον αὐτὸν ἄπλοιαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄπλοια: ион. ἀπλοΐη ἡ тж. pl. неблагоприятные для плавания условия, невозможность плыть Aesch., Her., Eur., Thuc., Plut., Anth.

Middle Liddell

ἄπλους
impossibility of sailing, detention in port, esp. from stress of weather, Aesch., Thuc.; ἴσχον αὐτὸν ἄπλοιαι Hdt.

English (Woodhouse)

prevention from sailing, stress of weather