τόπιον

Revision as of 20:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,

   A = τόπος 1.1,5, field, PLond. 1.131.199 (i A. D.); ἄγιον τ. holy place, i.e. monastery, ib.77.25 (vi A. D.); burial-place, tomb, written τόπην MAMA3.81 (Diocaesarea), 372 (Corycus); τόπιν ib.168 (Corasium).    II topia, neut. pl., artistic representation in which natural or artificial features of a place are used as the medium, Vitr.7.5.2: so, opus topiarium, Plin.HN16.140, al.

German (Pape)

[Seite 1129] τό, dim. von τόπος, Oertchen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

τόπιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τόπος, μικρὸς τόπος, Βυζ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ, και τόπιν Μ τόπος
αγρόκτημα
μσν.
φρ. «ἅγιον τόπιον» — μοναστήρι πάπ.
αρχ.
1. τάφος, μνήμα
2. στον πληθ. τὰ τόπια
καλλιτεχνική παρουσίαση ενός τόπου με τη χρησιμοποίηση φυσικών γνωρισμάτων του ή μνημείων τέχνης που βρίσκονταν σ' αυτόν.