μασχαλιστήρ

Revision as of 20:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A girth passing round the horse behind his shoulders and fastened to the yoke by the λέπαδνον, Poll. 1.147, Hsch.    II generally, girth, band, A.Pr.71, Hdt.1.215; μ. ἔνλιθος CPR22.5 (ii A.D.).    III second dorsal vertebra, Poll.2.178.

Greek (Liddell-Scott)

μασχαλιστήρ: ῆρος, ὁ, (μασχάλη) εὐρὺς ἱμὰς περιζωννύων τὸν ἵππον ἀκριβῶς ὄπισθεν τῶν ὤμων αὐτοῦ καὶ προσδενόμενος εἰς τὸν ζυγὸν διὰ τοῦ λεπάνδου, Πολυδ. Α΄, 147, Ἡσύχ. ΙΙ. καθόλου, ζώνη, ζῶμα, δεσμός, ταινία, Ἡρόδ. 1. 215, Αἰσχύλ. Πρ. 71 (ἔνθα ἴδε Blomf.)· ― ταινία τις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ὑποκριταῖς ἐν ταῖς τραγῳδίαις, Μüller εἰς Εὐμ. § 32.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
ceinture.
Étymologie: μασχαλίζω.

Greek Monotonic

μασχαλιστήρ: -ῆρος, ὁ, πλατύς ιμάντας περασμένος γύρω από το άλογο και δεμένος στο ζυγό με το λέπαδνον· γενικά, περίμετρος, ζωνάρι, δέσιμο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μασχᾰλιστήρ: ῆρος ὁ пояс, перевязь Her., Aesch.

Middle Liddell

[from μασχᾰλίζω]
a broad strap passing round the horse and fastened to the yoke by the λέπαδνον: generally, a girth, girdle, band, Hdt., Aesch.

English (Woodhouse)

a strap to go round the breast