παρακαθίστημι

Revision as of 15:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

also παρακαθ-ιστάνω, J.AJ14.15.7:—   A set down beside, station or establish beside, στρατιώτας ὥσπερ ἐπόπτας π. D.4.25; πολιτείας ἐναντίας π. Isoc. 4.104, cf. IG12.46.9; π. ἐπίτροπόν τινι D.S.16.38, cf. PCair.Zen.199.7 (iii B. C.), PRev.Laws54.15 (iii B. C.):—Pass., παρακαθεσταμένος τινί being made his colleague, D.S.16.47.

German (Pape)

[Seite 481] (s. ἵστημι), daneben, an der Seite hinstellen, einsetzen; πολιτείας ἐναντίας, Isocr. 4, 104; παρακατέστησε φυλακήν, Plut. Fab. Max. 7; ἐπίτροπόν τινι, D. Sic. 16, 38; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαθίστημι: μέλλ. -καταστήσω· ἐνεστ. ὡσαύτως -καθιστάνω Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 15, 7· - τοποθετῶ πλησίον, καθίστημι πλησίον, ἐπόπτας π. τινὰς Δημ. 47. 5· πολιτείας π. ἐναντίας Ἰσοκρ. 62Β· π. ἐπίτροπόν τινι Διόδ. 16. 38.

French (Bailly abrégé)

f. παρακαταστήσω, ao. παρακατέστησα, etc.
établir auprès, placer à côté.
Étymologie: παρά, καθίστημι.

Greek Monolingual

και παρακαθιστάνω Α
τοποθετώ, διορίζω, εγκαθιστώ κάποιον ή κάτι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι άλλο («παρακατέστησεν αὐτῷ ἐπίτροπον», Διόδ. Σικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καθίστημι «θέτω, τοποθετώ»].

Greek Monotonic

παρακαθίστημι: μέλ. καταστήσω, στέκομαι ή εγκαθίσταμαι δίπλα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παρακαθίστημι: (fut. παρακαταστήσω, aor. παρακατέστησα)
1) ставить рядом, приставлять (ἐπόπτας τινάς Dem.; ἐπίτροπόν τινι Diod.; φυλακήν τινι Plut.);
2) устанавливать рядом (πολιτείας ἐναντίας Isocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καθίστημι plaatsen naast:. πολιτείας ἐναντίας παρακαθιστάντες door tegengestelde regeringsvormen naast (de bestaande) in te voeren Isocr. 4.104.

Middle Liddell

fut. -καταστήσω
to station or establish beside, Dem.