καθιστάνω

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθιστάνω Medium diacritics: καθιστάνω Low diacritics: καθιστάνω Capitals: ΚΑΘΙΣΤΑΝΩ
Transliteration A: kathistánō Transliteration B: kathistanō Transliteration C: kathistano Beta Code: kaqista/nw

English (LSJ)

= καθίστημι, inf., Is.2.29, Lys.26.15, 28.7, CIG3065.22 (Teos), etc.: impf., D.S.15.33, etc.:—also καθιστάω, SIG531.32 (Dyme, iii B.C.); inf. -ιστᾶν D.S.19.15; part. -ιστῶν LXX De.17.15, -ιστῶντες (v.l. καθιστάνοντες) Act.Ap.17.15.

German (Pape)

[Seite 1286] = Folgdm, Lys. 25, 3. 26, 15. 28, 7 Is. 2, 39 u. Sp., wie D. Sic. 15, 33. Auch καθιστάω, D. Sic. 19, 15, καθιστῶντες N.T.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
c. καθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθιστάνω [~ καθίστημι] begeleiden:. οὶ δὲ καθιστάνοντες τὸν Παῦλον de begeleiders van Paulus NT Act. Ap. 17.15.

Russian (Dvoretsky)

καθιστάνω: (только praes. и impf. καθίστανον)
1 ставить (τὰς εἰκόνας Diod.): εἰς αἰτίαν τινά κ. Lys. привлекать кого-л. к судебной ответственности;
2 ставить, назначать (εἰς τὰς ἀρχάς τινα Lys.);
3 устанавливать, учреждать (ὀλιγαρχίαν Lys.).

Greek Monolingual

καθιστάνω (Α)
βλ. καθιστώ.

Greek Monotonic

καθιστάνω: = καθίστημι, σε Λυσ.· επίσης καθιστάω, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

καθιστάνω: εὕρηται ἀντὶ τοῦ καθίστημι ἐν τῷ ἀπαρ., παρ’ Ἰσαίῳ ἐν τῷ περὶ Μενεκλ. Κλήρου § 29, παρὰ Λυσ. 171. 16., 176. 38., 180. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 3065. 22: παρατ. παρὰ Διοδ. 15. 33· - οὕτω, καθιστάω, ἀπαρ. καθιστᾶν Διόδ. 19. 15: μετοχ. καθιστῶντες (διάφ. γραφ. καθιστάνοντες) Πράξ. Ἀποστ. ιζ ́, 15.

Middle Liddell

= καθίστημι Lys.]

Chinese

原文音譯:kaq⋯sthmi 卡特-衣士帖米
詞類次數:動詞(22)
原文字根:向下-站 相當於: (יׄוצֵאת‎ / יָצָא‎ / צֵא‎) (יָתַן‎ / נָתַן‎) (פָּקַד‎ / פְּקוּדִים‎ / פֶּקֶר‎)
字義溯源:設立,指派,致使,指定,任命,成為,立,派,送,結;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἵστημι)*=站)組成
同源字:1) (ἀκαταστασία)不穩定 2) (ἀκατάστατος)無定向的 3) (ἀντικαθίστημι)從事於抵抗 4) (ἵστημι)站 5) (καθιστάνω / καθίστημι)設立
同義字:1) (καθιστάνω / καθίστημι)設立 2) (ὁρίζω)標出,定意 3) (προχειρίζω)預先下手,選定 4) (τάσσω)安排 5) (τίθημι)設立,安放 6) (χειροτονέω)伸手表決,選立
出現次數:總共(22);太(4);路(3);徒(5);羅(2);多(1);來(4);雅(2);彼後(1)
譯字彙編
1) 成為(4) 羅5:19; 羅5:19; 雅3:6; 雅4:4;
2) 立(3) 路12:14; 徒7:27; 徒7:35;
3) 我要派(2) 太25:21; 太25:23;
4) 他要派(2) 太24:47; 路12:44;
5) 結(1) 彼後1:8;
6) 設立的(1) 來8:3;
7) 受派⋯辦理(1) 來5:1;
8) 是立(1) 來7:28;
9) 他⋯派(1) 徒7:10;
10) 所派(1) 太24:45;
11) 要派(1) 路12:42;
12) 我們就派(1) 徒6:3;
13) 送(1) 徒17:15;
14) 設立(1) 多1:5;
15) 派(1) 來2:7