τέρχνος

Revision as of 08:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εος, τό,    A twig, young shoot, Max.502, Hsch.; also τρέχνος, εος, τό, AP15.25 (Besant., pl.), Hsch.: τὰ τέρχνιja or τρέχνιja plants, young trees, Inscr.Cypr.135.9H.    II τέρχνεα· . . ἐντάφια, Hsch. (Cf. ταρχύω.)

German (Pape)

[Seite 1095] εος, τό, auch τρέχνος, Ast, Zweig, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

τέρχνος: -εος, τό, ὡσαύτως, τρέχνος, νέος κλάδος, βλαστός, Μάξιμ. π. καταρχ. 502.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
branche, jeune pousse.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

και τρέχνος, -εος, τὸ, Α
1. νεαρός βλαστός, βλαστάρι
2. στον πληθ. τέρχνεα
(κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -νος (πρβλ. ἔρ-νος, κτῆ-νος), άγνωστης ετυμολ. Η σημ. που αποδόθηκε στη λ. από τον Ησύχιο «τέρχνεα
ἐντάφια» συνδέεται με το είδος τών νεκρικών θυσιών (πρβλ. και «κάρπωσις
θυσία Ἀφροδίτης», Ησύχιος)].

Frisk Etymology German

τέρχνος: τρέχνος
{térkhnos}
Grammar: n.
Meaning: Schößling, Zweig (Max., AP, H.); kypr. τὰ τέρχνιjα (τρεχ- ?; geschr. te-re-ki-ni-ja) Früchte.
Etymology : Bildung wie ἔρνος, κτῆνος u.a.; sonst isoliert. Für Anknüpfung an τρέχω Niedermann IF26,46f.; andere Vorschläge bei Prellwitz KZ 42, 386 und Vendryes MSL 13, 406ff. (s. Bq, W.-Hofmann s. termes und WP. 1, 862 f., Pok. 258). — Bei τέρχνεα = ἐντάφια H. handelt es sich offenbar um eine Spezialisierung der Bed. Früchte; vgl. καρποί, κάρπωμα, -ωσις auch Früchte als Opfergaben, κάρπωσις· θυσία Ἀφροδίτης ἐν Ἀμαθοῦντι H.
Page 2,883