ἀναβρασμός
English (LSJ)
ὁ, prop. A boiling up; hence ἀ. γῆς kind of earthquake, Suid. s.v. ἐκτιναγμός: metaph., 'réchauffé', rehash, Olymp. in Mete.230.11.
German (Pape)
[Seite 182] Sp., dass., αἵματος, Medic.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 sacudida, temblor γῆς de un terremoto, Sud.s.u. ἐκτιναγμός.
2 fig. refrito Olymp.in Mete.230.11.
Greek Monolingual
ο (Α ἀναβρασμὸς) ἀναβράσσω
βρασμός, κόχλασμα
νεοελλ.
1. ψυχική ταραχή, έξαψη
2. αναταραχή, θόρυβος, αναστάτωση.