ἐνακμάζω

Revision as of 18:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A = εἶναι ἐν ἀκμῇ, τὰ ἐνακμάζοντα ἄνθη Ael.VH3.1; of fire, rage, Id.NA2.8; of cold, ib.16.26: metaph., τῆς ἐπιθυμίας -ούσης αὐτῷ Chor.in Hermes 17.216: abs., Agath.5.18.    II flourish in, πάθος ἐ. τῇ Ἑλλάδι Max.Tyr.25.1; βασιλείοις ὅροις Him.Or.7.16; ταῖς Ἑλληνικαῖς Procop.Gaz.Pan.501.5.

German (Pape)

[Seite 825] in der Blüthe sein, darin blühen, träftig sein, Sp., bes. Ael.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνακμάζω: ἀκμάζω ἐν, τὰ ἐνακμάζοντα ἄνθη, τὰ ἄνθη τὰ ἀκμάζοντα ἐν ἑκάστῃ ὥρᾳ τοῦ ἐνιαυτοῦ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1˙ εἶμαι ἰσχυρὸς ἔν τινι τόπῳ, ἐπὶ τοῦ πυρός, ὁ αὐτ. π. Ζ. 2. 8, κτλ.

French (Bailly abrégé)

être dans sa fleur, dans sa force, dans toute sa vigueur.
Étymologie: ἐν, ἀκμάζω.

Spanish (DGE)

1 estar en sazón, estar en la madurez, estar en su acmé de pers. ἐνακμάσας τῷ βίῳ καὶ νῷ habiendo alcanzado su madurez vital e intelectual D.H.Rh.6.5, ἑκάτερος ... τῶν εἰρημένων τοῖς τοῦ συγγραφέως χρόνοις ἐνήκμασαν Philost.HE 10.11, de flores y plantas τὰ ἐνακμάζοντα τῶν ἀνθέων Ael.VH 9.9, cf. 3.1.
2 de fenóm., situaciones, etc. estar en su momento culminante o más violento ὅταν ὁ πυρετὸς ἐνακμάζῃ Hp.Morb.3.15, πυρὸς ἐνακμάζοντος Ael.NA 2.8, τοῦ κρύους ἐνακμάζοντος Ael.NA 16.26, c. dat. ἐνακμάζει τὸ πῦρ αὐτοῖς Ael.NA 2.31.
3 de estados de ánimo, sentimientos, etc. florecer, alcanzar su máxima expresión c. dat. τὸ πάθος ἐνακμάζον τῇ τε ἄλλῃ Ἑλλάδι esta afección alcanzaba su máxima expresión en el resto de Grecia la del amor, Max.Tyr.19.1, cf. Him.41.15, Procop.Gaz.Pan.10, τῆς ἐπιθυμίας ἐνακμαζούσης αὐτῷ (τῷ ἐρῶντι) Chor.Decl.1.50, cf. Heraclit.All.1, τοῦ θανάτου τὸν φόβον ἐνακμάζειν ... τῇ διανοίᾳ Chrys.M.63.474, cf. Gr.Nyss.Eun.1.78
en sent. hostil οὐδ' ἂν ὁ θυμὸς ἀφρόνως ἡμιόνοις ἐνήκμαζε καὶ κυσίν ni su furor habría llegado insensatamente al extremo contra mulas y perros Heraclit.All.14.
4 de pers., c. dat. de abstr. despuntar en, descollar en τοὺς ἐκ πρώτης ἡλικίας ... ἐνακμάσαντας τῷ θεωρητικῷ μέρει φιλοσοφίας Ph.2.482, cf. Men.Rh.408.

Greek Monolingual

ἐνακμάζω (AM)
μσν.
μαίνομαι εναντίον κάποιου («ἐνακμάζουσι κατὰ τῶν γειτόνων», Ευστάθ.)
αρχ.
1. βρίσκομαι στην ακμή, είμαι ώριμος («ὅταν δὲ τὰ λήια ἐνακμάζῃ καὶ ὦσιν oἱ στάχυες ξανθοί», Αιλιαν.)
2. (για φωτιά) έχω μεγάλες φλόγες, μαίνομαι
3. (για τον ήλιο) είμαι καυτερός, καίω («τοῡ ἡλίου ἐνακμάζοντος», Αιλιαν.)
4. (για το ψύχος ή τον χειμώνα) είμαι δριμύς
5. (με δοτ.) ανθίζω, θάλλωπάθος ἐνακμάζει τῇ Ἐλλάδι», Μάξ. Τύρ.).