ίεμαι

Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Greek Monolingual

ἵεμαι (Α)
1. κινούμαι πρός τα εμπρός
2. βιάζομαι
3. επιδιώκω, επιθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. εἴσομαι και αόρ. εἴσατο, στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό -F-. Ο αρχικός τ. του ρήματος πρέπει να ήταν Fεῑ-μαι (< IE wei- πρβλ. αρχ. ινδ. veti, vyanti «επιδιώκω», λιθ. veju, vyti «κυνηγώ», λατ. vīs «θέλεις») που μετασχηματίστηκε σε Fείεμαι και αργότερα σε ἵεμαι (με -ι-μακρό) υπό την επίδραση του ἵημι, ἵεμαι «ρίχνω, ορμώ», με το οποίο συνέπεσε μορφολογικά μετά τη σίγηση του F. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση ο ενεστ. σχηματίστηκε βάσει ενός παρεκτεταμένου θ. weyƏ1-. Δηλ. αρχικός ήταν ο τ. Fέyε-μαι, ο οποίος αντικαταστάθηκε από το Fείμαι, υπό την επίδραση του Fείσομαι, ἐFείσατο].