ὀρφανία

Revision as of 23:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

English (LSJ)

ἡ,    A orphanhood, Lys.26.12, Pl.Lg.926e, al.: in pl., Id.Cri.45d.    II bereavement, want of . ., στεφάνων Pi.I.8(7).7.

German (Pape)

[Seite 388] ἡ, das Waisesein. – Übertr., μὴ ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, Pind. I. 7, 6; Plat. Menex. 249 a Legg. V, 741 a u. öfter, u. Sp., wie Pol. 28, 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφᾰνία: ἡ, ἡ κατάστ ασις τοῦ ὀρφανοῦ, Λυσ. 176. 22, Πλάτ. Νόμ. 926Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45D. ΙΙ.στέρησις, ἔλλειψις ..., στεφάνων Πινδ. Ι. 8 (7). 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
situation d’orphelin.
Étymologie: ὀρφανός.

English (Slater)

ὀρφᾰνία
   1 want μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων μήτε κάδεα θεράπευε (I. 8.6)

Greek Monolingual

και ορφανία και αρφάνια, η (Α ὀρφανία)
η στέρηση, λόγω θανάτου, του ενός ή και τών δύο γονέων
νεοελλ.
η στέρηση του προστάτη κάποιου
αρχ.
έλλειψη, στέρησηὀρφανία στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρφανία < ὀρφανός. Ο τ. ορφάνια < αρχ. ὀρφανία ή υποχωρητ. σχημ. < ορφανεύω με αναβιβασμό του τόνου κατά το σχήμα ακριβός: ακρίβεια, βοηθός: βοήθεια, γυμνός: γύμνια].

Greek Monotonic

ὀρφᾰνία: ἡ (ὀρφᾰνός),
I. ορφάνια, σε Πλάτ.
II. στέρηση, έλλειψη στεφάνων, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρφᾰνία:
1) сиротство Plat., Lys., Plut.;
2) недостаток, отсутствие (τινός Pind., Polyb.).

Middle Liddell

ὀρφᾰνία, ἡ, [ὀρφᾰνός]
I. orphanhood, Plat.
II. bereavement, want of, στεφάνων Pind.